Εισαγωγή
Οι πρωταγωνιστές της
παγκόσμιας βιομηχανίας σπόρων γκρινιάζουν για τα “παραθυράκια” του συστήματος
προστασίας των φυτικών ποικιλιών, το οποίο αναπτύχθηκε από τους ίδιους στη
δεκαετία του 1960 ως εναλλακτική λύση για τις πατέντες. Οι Ευρωπαίοι θέλουν να
καταργήσουν το περιορισμένο δικαίωμα που έχουν ακόμα οι αγρότες να φυλάσσουν
τους σπόρους τους. Οι Αμερικανοί θέλουν να περιορίσουν την εξαίρεση που
επιτρέπει στους βελτιωτές φυτών να χρησιμοποιούν ελεύθερα και για ερευνητικούς
σκοπούς τις εμπορικές ποικιλίες άλλων βελτιωτών φυτών. Και στις δύο
περιπτώσεις, αυτό που επιχειρείται είναι να περιορίσουν τον ανταγωνισμό και να
πολλαπλασιάσουν τα κέρδη. Βραχυπρόθεσμα, τα θύματα θα είναι οι αγρότες οι
οποίοι πιθανότατα θα καταλήξουν να πληρώνουν ένα επιπρόσθετο ποσό 7
δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως σε μεγάλες εταιρείες παραγωγής σπόρων. Αλλά
μακροπρόθεσμα όλοι θα βγούμε χαμένοι από τον αυξανόμενο έλεγχο των διατροφικών
μας συστημάτων από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες
Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας
για τους σπόρους και λοιπό πολλαπλασιαστικό υλικό είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο,
το οποίο δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην εγκαθίδρυση και τη ραγδαία επέκταση της
βιομηχανίας σπόρων κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα.
Μόνο αφότου είχε ήδη εγκαθιδρύσει
την κυριαρχία της, η βιομηχανία σπόρων μπόρεσε να πετύχει την προστασία των
δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, πρώτα μέσω των κανονισμών της UPOV
(Διεθνής Ένωση για την Προστασία των Νέων Ποικιλιών Φυτών) για την προστασία
των φυτικών ποικιλιών και λίγο αργότερα επίσης μέσω των βιομηχανικών πατέντων.
Αυτό δεν είναι τυχαίο. Ως μια μεγάλη και καθιερωμένη βιομηχανία, είχε πλέον
αρκετή ισχύ επιρροής σε κυβερνήσεις, πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που είχε όταν
ιδρύθηκε, κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.
Η βιομηχανία σπόρων χρησιμοποίησε
μια σειρά διαφορετικών μηχανισμών για να μειώσει τον ανταγωνισμό από τους
παραδοσιακούς σπόρους των αγροτών,
1. κάνοντας υποχρεωτική την πιστοποίηση των
σπόρων και θέτοντας εκτός νόμου το εμπόριο των μη πιστοποιημένων σπόρων, οι
κυβερνήσεις υποστήριξαν έμμεσα τους εμπορικούς σπόρους σε βάρος των παραδοσιακών
συστημάτων ανταλλαγής σπόρων
2. καθιερώνοντας το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το
σήμα κατατεθέν ο δημιουργός της ποικιλίας και
3. πολιτικές δανειακής στήριξης της γεωργίας που χρησιμοποιούνται
εδώ και καιρό για να αναγκάσουν τους αγρότες να χρησιμοποιούν πιστοποιημένους
σπόρους. Με άλλα λόγια, εάν ένας αγρότης δεν χρησιμοποιεί τις εμπορικές
ποικιλίες που έχουν εγκριθεί από την κυβέρνηση, διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να μην
μπορέσει να πάρει δάνεια με επιδοτούμενο επιτόκιο και να μην μπορέσει να
εξασφαλίσει την ασφάλιση της συγκομιδής του και τις άμεσες πληρωμές στα πλαίσια
της ενίσχυσης του γεωργικού εισοδήματος.
Στη συνέχεια, οι υβριδικές
ποικιλίες έγιναν ένα εργαλείο για να εξαναγκαστούν οι αγρότες να αγοράζουν
νέους σπόρους κάθε χρόνο. Οι αγρότες δεν έχουν τη δυνατότητα να αναπαράγουν
τους υβριδικούς σπόρους στα χωράφια τους, διότι η αναπαραγωγή απαιτεί δύο
διαφορετικές γονικές σειρές, των οποίων η ταυτότητα παραμένει μυστική και
προστατεύεται αυστηρά από την επιχείρηση πώλησης σπόρων ως απόρρητη. Μεταξύ
1930 και 1960, το σύνολο της σημαντικότερης παραδοσιακής καλλιέργειας στις
Ηνωμένες Πολιτείες- το καλαμπόκι- αντικαταστάθηκε βαθμιαία από σπόρους
υβριδίων. Παρότι η επίσημη αιτιολόγηση ήταν η εξασφάλιση της εταίρωσης (αύξηση
της απόδοσης), ο πραγματικός λόγος ήταν ουσιαστικά η παγίωση του μονοπωλίου.
Στην περίπτωση των πνευματικών
δικαιωμάτων σε Γενετικά Τροποποιημένους Σπόρους γίνεται προσπάθεια από τη βιομηχανία
σπόρων, δημιουργίας γενετικής
στειρότητας (Terminator), δηλαδή να είναι στείροι οι σπόροι της επόμενης γενιάς
άρα να μην μπορούν να ξανασπαρούν. Παρόμοιο τεχνολογικό όπλο της βιομηχανίας
είναι και η «Τεχνολογία Προδοσίας» (Traitor Technology, Tr T). Η Τεχνολογία Προδοσίας (Tr T) επιτρέπει σε
κάποιο γενετικό xαρακτηριστικό ενός φυτού να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται
όταν κάποια χημική ουσία εφαρμόζεται στο φυτό ή στο σπόρο. Η βιομηχανία
ισχυρίζεται ότι οι αγρότες θα μπορούν να ενεργοποιήσουν γενετικά
χαρακτηριστικά, όπως η αντίσταση στις ασθένειες, εφαρμόζοντας κάποιο
προκαθορισμένο (και αποκλειστικής εκμετάλλευσης από κάποια εταιρεία) χημικό στα
φυτά ή στους σπόρους τους. Όμως, η Tr T έχει και άλλες, πολύ πιο ύπουλες
διαστάσεις. Μαζί με τους σπόρους της Τ. Τ. έχουν αναπτυχθεί ιδιαιτέρως
ανησυχητικές πατέντες που αφορούν σε γενετικά τροποποιημένα φυτά με
εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, η επανάκτηση της φυσικής αντίστασης των
οποίων, σε ζιζάνια και ασθένειες, εξαρτάται από την εφαρμογή κάποιου χημικού.
Μια άλλη διάσταση των ενεργειών της
βιομηχανίας σπόρων είναι αυτή της νομικής
στειρότητας όπως την χαρακτήρισαν κάποιοι επιστήμονες. Δηλαδή, παρότι οι
σπόροι των υβριδίων μπορούν να ξανασπαρούν στις περισσότερες των περιπτώσεων, αν
ο καλλιεργητής το επιχειρήσει, κινδυνεύει από δικαστική αγωγή εναντίον του για παραβίαση
πατέντας και κλοπή πνευματικών δικαιωμάτων. Μια μεγάλη τέτοια υπόθεση ήταν η
υπόθεση Bowman vs Monsanto του Ανώτατου δικαστηρίου των ΗΠΑ το 2013 όπου το
δικαστήριο καταδίκασε τον Αγρότη κ. Bowman σε 84.000 δολάρια αποζημίωση στην
εταιρεία επειδή χρησιμοποίησε χωρίς την άδειά της σπόρους Σόγιας από
προηγούμενη καλλιέργεια. Αντίστοιχο ευρωπαϊκό παράδειγμα με διαφορετική έκβαση,
στη Γαλλία, η αγωγή της μεγάλης εταιρίας σπόρων «Baumaux» εναντίον του kokopelli
(οργάνωσης που παράγει και πουλά παραδοσιακούς σπόρους βελτιωμένους από
αγρότες). Η βασική κατηγορία είναι, ότι αποτελεί αθέμιτο ανταγωνισμό, η
πρακτική του kokopelli να διαθέτει προς πώληση παλιές ποικιλίες που δεν είναι
γραμμένες σε επίσημο κατάλογο.
Μετά από πρωτόδικη καταδίκη το kokopelli
έπρεπε να πληρώσει μεγάλο πρόστιμο για τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Τελικά όμως
δικαιώθηκε στο εφετείο.
Η βιομηχανία σπόρων είναι πάντα
σε επιφυλακή για νέους νομικούς μηχανισμούς για την ενίσχυση των μονοπωλίων τους,
με την εξίσου σταθερή υποστήριξη κυβερνήσεων. Προσπαθούν δηλαδή να
ιδιωτικοποιήσουν το σύνολο της διακίνησης αγροτικών σπόρων περιορίζοντας τους
παραδοσιακούς σπόρους στις Τράπεζες σπόρων, να επηρεάσουν το μοντέλο της
γεωργίας που η κοινωνία επιλέγει για το μέλλον της (εντατική χηµική ή ήπια
πολυλειτουργική), αλλά και τα κριτήρια της γενετικής βελτίωσης (το είδος των
ποικιλιών που τρώµε).
Η υπεράσπιση της βιοποικιλότητας,
της επάρκειας και της ασφάλειας της τροφής μέσα και από την ελευθερία των σπόρων
και των φυτών από πατέντες, κινητοποιεί πολύπλευρες δυνάμεις σε διεθνές και
εθνικό επίπεδο. Στη Γερµανία υπάρχει η οργάνωση «Η εκστρατεία για την κυριαρχία
σε σπόρους» (www.seedsovereignty.org) που είναι πολύ δραστήρια σχετικά µε τη
νοµοθεσία και τη διάδοση σπόρων. Στην Αυστρία υπάρχει η «Κιβωτός του Νώε»
(www.arche-noah.at) που έχει τράπεζα σπόρων και ευρεία παραγωγή και διάδοση
σπόρων έχοντας διασώσει 6.000 είδη. Στη Γαλλία υπάρχει το µαχητικό «kokopelli» (για το οποίο
αναφερθήκαμε σε προηγούμενη παράγραφο) που έχει διασώσει 4.000 είδη σπόρων.
Στην
Αγγλία υπάρχει το «Seedy Sunday». Στην Ελλάδα, έχουµε το «Πελίτι»
(www.peliti.gr), τον «Αιγίλοπα» που ασχολείται µε τα παλιά σιτάρια
(www.aegilops.gr, ), το «Αρχιπέλαγος» που διασώζει σπόρους στα νησιά και το δίκτυο
νεολαίας «Δρυάδες» που έχει δίκτυο διατηρητέων καθαρών σπόρων σε μπαλκόνια στην
Αθήνα αλλά και στην περιφέρεια καθώς και τοπικές προσπάθειες που
αυτοοργανώνονται όπως για παράδειγµα στο Βοτανικό κήπο Πετρούπολης και στο νησί
της Πάρου. Ωστόσο, αν και αυτές οι μη θεσμικές πρωτοβουλίες των παραπάνω
οργανώσεων αποτελούν την προμετωπίδα αντίστασης στην ανερχόμενη επιρροή της
βιομηχανίας σπόρων και αγροχημικών στη φυτική αναπαραγωγή, ο ρόλος του πολίτη
κρίνεται ιδιαίτερη σημαντικός.
Τι πρέπει να κάνει ο πολίτης; Σε
άρθρο, στην εφημερίδα «Αυγή» στις 28.04.2013, η αρθρογράφος(1)
αναφέρει:
- Να διεκδικήσει την αλλαγή της
ευρωπαϊκής νοµοθεσίας ώστε να µην υπάρχουν πρακτικά και γραφειοκρατικά εµπόδια
στην εµπορική διακίνηση των «σπόρων των αγροτών».
- Στα πλαίσια των νέων
συνεταιρισµών παραγωγών-καταναλωτών ο καταναλωτής θα μπορούσε να υποστηρίξει
τις «τοπικές» ποικιλίες, όπως συχνά αποκαλούνται τα φυτά που προκύπτουν από
παραδοσιακούς σπόρους, ώστε να έχουν κίνητρο οι παραγωγοί να προωθούν την
καλλιέργειά τους. Ήδη το δίκκοκο παλαιό σιτάρι έχει εµπορική επιτυχία στην
Ελλάδα καθώς είναι γνωστό ότι περιέχει λιγότερη γλουτένη από τις ποικιλίες που
διακινεί η βιοµηχανία σπόρων.
- Θα είναι µια πολύ σηµαντική
πολιτική πράξη εάν σε οµαδικό και ατοµικό επίπεδο, ξαναµάθουµε να παράγουµε
σπόρους για την επόµενη χρονιά. Αυτή ήταν µια εξαιρετικά διαδεδοµένη γνώση στο
παρελθόν που σήµερα έχει απόλυτα συρρικνωθεί, γεγονός που βολεύει τη βιοµηχανία
σπόρων.
Η επέλαση της βιομηχανίας σπόρων
και αγροχημικών προϊόντων έχει σαν αποτέλεσμα να εκτοπιστεί από την καλλιέργεια
και να χαθεί ένα μεγάλο μέρος του παραδοσιακού γενετικού υλικού, που µας
κληροδότησαν οι προηγούµενες γενιές (γενετική διάβρωση). Στην Ελλάδα, ο βαθμός
γενετικής διάβρωσης υπήρξε δραματικός. Εκτιμάται ότι οι εντόπιες αβελτίωτες
ποικιλίες σιτηρών αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1% των καλλιεργούμενων
σιτηρών στη χώρα.(2) Η Ελλάδα όμως, όχι μόνο διαθέτει φυτογενετικούς
πόρους για τη γεωργία αλλά συμπεριλαμβάνεται στις 17 περιοχές της γης που η
φυτοποικιλότητα τους έχει παγκόσμια σημασία. (3) Η χώρα, επομένως, έχει κάθε
συμφέρον να προστατεύσει και να αξιοποιήσει προς όφελός της το σημαντικό αυτό
για τη γεωργική οικονομία και την επιστημονική ανάπτυξη στρατηγικό αγαθό, με το
οποίο την προίκισε η φύση και οι γενεές των παραδοσιακών γεωργών που ανάπτυξαν
αυτό το γενετικό πλούτο μέσα στους αιώνες και τον διατήρησαν μέχρι τις μέρες μας.
(1) ΒΑΣΩ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ (µέλος
εναλλακτικής κοινότητας «Πελίτι»)
(2) Ελληνική
Τράπεζα Γενετικού Υλικού
(3) «Ο Φυτογενετικός Πλούτος και η
Αγροτική Παράδοση των Κυκλάδων», Ρ. ΘΑΝΟΠΟΥΛΟΣ)
Άλλες πηγές: