Το βασικό ζητούμενο κάθε πολιτικού είναι αφενός η ελάχιστη υποχρέωση του να είναι ειλικρινής απέναντι στους πολίτες (και γενικότερα στο πολιτικό σύστημα) και αφετέρου, η χάραξη πολιτικής στα πεδία ευθύνης του μέσω της χάραξης στρατηγικής και της προώθησης μεταρρυθμίσεων και τομών για την υλοποίηση του πολιτικού του σχεδιασμού. Δυστυχώς στο πολυπάσχοντα χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως τον έχουμε βιώσει και αντιληφθεί εμείς οι νεότεροι της γενιάς των σαράντα, οι επιδόσεις των πολιτικών είναι φτωχές, κοντόφθαλμές και πολλές φορές καθοδηγούμενες από συμφέροντα και συντεχνιακές λογικές. Οι προγραμματικές δηλώσεις, τα οράματα και οι σχεδιασμοί έχουν δημιουργήσει ένα ιδεολόγημα ετερόκλητο, αναχρονιστικό και εν τέλει μη πραγματοποιήσιμο. Δεν είναι παράξενο συνεπώς ότι, πολλές φορές οι πολίτες προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν τον τρόπο γραφής των πολιτικών και των (εν πολλοίς σιβυλλικών) δηλώσεων τους για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τα μελλούμενα και κυρίως του τι θέλει να πράξει ο πολιτικός.
Η παραπάνω εισαγωγή αποτελεί την γενίκευση ενός προβλήματος αφορμή του οποίου αποτέλεσαν οι δηλώσεις της Υπουργού Παιδείας και δια Βίου Μάθησης για την κατάργηση της βάσης του 10 για τους εισακτέους στα ΑΕΙ-ΤΕΙ και για τη γενικότερη θεώρηση των σχολών ΑΕΙ και ΤΕΙ. Η απόφαση κατάργησης της βάσης του 10 ξάφνιασε πολλούς διότι οι περισσότεροι θεωρήσαμε το μέτρο ως καταρχήν θετικό προαπαιτούμενο για την επίτευξη του ζητούμενου που δεν μπορεί να είναι άλλο από την αναβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Προσωπικά υποστήριξα στο παρελθόν ότι, το μέτρο, αν και δεν αποτελεί τομή στο χώρο, εν τούτοις βάζει ένα λιθαράκι βελτίωσης της εικόνας των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων και κυρίως βελτίωσης της ποιότητας σπουδών στον πολύπαθο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αν και από μόνο του δεν αρκεί.
Στην προσπάθεια να κατανοήσω το σκεπτικό της κας Υπουργού ανέγνωσα την επιχειρηματολογία της και επί της οποίας έχω να κάνω τις παρακάτω διαπιστώσεις. Η υπουργός ούτε λίγο ούτε πολύ, ισχυρίστηκε ότι, δεν υπάρχει καμία μελέτη αξιολόγησης του μέτρου στην μέχρι τώρα εφαρμογή, ως εκ τούτου το μέτρο καταργείται (Εφημ. Καθημερινή 18/4/2010). Το παραπάνω μου γεννά την απορία πώς η ανυπαρξία μελετών αξιολόγησης, οδηγεί στην a priori θεώρηση ενός μέτρου ως αποτυχημένου και συνεπώς στην κατάργησή του; Εξίσου ενδιαφέροντα είναι τα επιχειρήματα ότι, η κατάργηση της βάσης του 10 είναι αναγκαία διότι, σύμφωνα με τα λεγόμενά της "…διαφορετικές σχολές έχουν διαφορετική στάθμιση και εν τέλει άλλο πράγμα η Γεωπονική Σχολή Αθηνών και άλλο πράγμα η δασοκομία σε ένα ΤΕΙ ή η ανθοκομία…». Η διάκριση των σχολών στην παραπάνω αναφορά προφανώς δεν γίνεται με άξονα το γνωστικό αντικείμενο διότι είναι τοις πάση γνωστό ότι άλλο πράγμα η Γεωπονική σχολή και άλλο η δασοκομία(!) ή ανθοκομία. Κανείς δεν γίνεται δασοπόνος (διότι αυτή είναι η ορθή ονομασία της σχολής: Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος) μέσω της φοίτησης σε σχολή γεωπονικής κατεύθυνσης. Είναι ξεκάθαρο ότι, το ποιοτικό περιεχόμενο των σχολών είναι το αντικείμενο της παραπάνω δήλωσης. Η Υπουργός μέσα στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προκρίνει ένα σύστημα πατρικίων σχολών ΑΕΙ (Γεωπονίας, Πολυτεχνείου κλπ) και πληβείων σχολών ΤΕΙ των οποίων ακόμη και η σκόπιμη ή μη εκφορά της ορθής ονοματολογίας των σχολών καταδεικνύει και την απαξίωση της Υπουργού για το ποιοτικό περιεχόμενο των σχολών ΤΕΙ. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται κανείς την παραπάνω δήλωση είναι ότι στις σχολές ΤΕΙ οι οποίες είναι περίπου ΑΕΙ, μπορεί κανείς να περάσει και με μαθήματα κάτω του 10 διότι οι απόφοιτοί τους θα λάβουν ένα περίπου πτυχίο ΑΕΙ, θα βγουν περίπου επιστήμονες και με περίπου επαγγελματικά δικαιώματα. Ένας ανορθόγραφος τεχνολόγος γεωπονίας είναι περισσότερο ανεκτός από έναν αντίστοιχο γεωπόνο. Κανείς βεβαίως, ούτε κι εγώ, δεν είναι υπέρμαχος της ισοπεδωτικής συνύπαρξης ΑΕΙ-ΤΕΙ αλλά πλέον στη σύγχρονη πραγματικότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως διαμορφώνεται με το άνοιγμα των κολεγίων, αλλά και στην αγορά εργασίας, η συνέχιση διάκρισης μεταξύ των ΑΕΙ και των ΤΕΙ (ως περίπου ΑΕΙ σχολών) δεν εξυπηρετεί πλέον τίποτα, ή μήπως κάτι τέτοιο είναι αναληθές και τελικά εξυπηρετεί κάτι;
Επειδή λοιπόν η αναφορές των πολιτικών μόνο τυχαίες δεν μπορεί να είναι πίσω από το κρυπτόλεξο των δηλώσεων προσπαθώ να αντιληφθώ το βαθύτερο νόημα της απαξίωσης των ΤΕΙ και τους σκοπούς που πιθανών αυτή εξυπηρετεί. Ως τέτοιοι δεν μπορεί να είναι άλλοι από την οικονομική διάσταση του προβλήματος, δηλαδή την παρωχημένη αναπτυξιακή προοπτική(;) που μπορεί να έχουν τα ΤΕΙ ιδιαίτερα αυτών που είναι σκορπισμένα στις διάφορες κωμοπόλεις της Ελλάδος, προοπτική που σχετίζεται με καφετέριες, ψησταριές και ενοικιαζόμενες γκαρσονιέρες.
Υπάρχει όμως και η συντεχνιακή διάσταση στις προθέσεις. Διότι πρώτον σε ένα εκπαιδευτικό και επαγγελματικό σύστημα οι προνομιούχες σχολές έχουν νόημα και αξία μόνο όταν υπάρχουν και οι μη προνομιούχες, ακριβώς για να τονίζουν την υπεραξία των πρώτων. Δεύτερον, η ύπαρξη σχολών δήθεν ΑΕΙ απορροφούν αποφοίτους, τους καταστούν δέσμιους σε δήθεν επαγγελματικά δικαιώματα και τους στερούν από πρόσβαση σε ΑΕΙ απευθείας ή μέσω κολεγίων πράγμα που θα αύξανε τον ανταγωνισμό και θα μείωνε την πίτα. Για να το κατανοήσετε απλά σκεφτείτε τι θα γινόταν αν όλοι οι «υπομηχανικοί» γινόταν μηχανικοί.
Τέλος, η δήλωση της Υπουργού φανερώνει και την ατολμία της να προβεί σε γενναίες μεταρρυθμίσεις και τομές, να πράξει δηλαδή το αυτονόητο. Συνεχίζει το έργο των πολιτικών στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που αντιμετωπίζουν τα ΤΕΙ τα τελευταία 25 χρόνια σαν κύβο του Ρούμπι, όπου όλοι ασχολούνται με την επίλυση του προβλήματος χωρίς να μπορούν ή να θέλουν να τον λύσουν. Τα ερωτηματικά εξακολουθούν και παραμένουν: τι επιτέλους εξυπηρετούν τα ΤΕΙ, ποιος ο ρόλος τους στην αγορά εργασίας, πέραν αυτής που έχει διαμορφωθεί από το ίδιο το κράτος μέσω των προσλήψεων στο δημόσιο τομέα, ποια ακριβώς κενά καλύπτουν οι απόφοιτοί τους ιδιαίτερα αυτών με επικαλυπτόμενα αντικείμενα σχολών ΑΕΙ;
Απορώ γιατί η πολιτική ηγεσία του υπουργείου συνεχίζει να ασχολείται σοβαρά με σχολές που τόσο η κοινωνία όσο και ίδιοι οι φοιτητές, και η αγορά εργασίας τους έχει γυρίσει από χρόνια την πλάτη και στρέφεται σε άλλες κατευθύνσεις. Ποιο πλέον το νόημα να υπάρχουν σχολές ΤΕΙ (ως δήθεν ΑΕΙ) σε χώρο με ΑΕΙ και κολέγια; Τολμήστε κυρία Υπουργέ να προβείτε στην αυτονόητη λύση του ζητήματος των ΤΕΙ και κόψτε τον γόρδιο δεσμό τους. Αξιολογήστε τις σχολές με καινοτόμο περιεχόμενο, μη επικαλυπτόμενο με σχολές ΑΕΙ, αναβαθμίστε τα προγράμματα σπουδών τους και το ποιοτικό περιεχόμενο τους και κλείστε όλες τις υπόλοιπες. Στο κάτω κάτω θα εξοικονομήσετε πόρους στην σημαντική προσπάθεια του κράτους να νοικοκυρευτεί. Είναι προκλητική σπατάλη η διατήρηση σχολών ΤΕΙ με μονοψήφιο αριθμό εισακτέων οι οποίοι στοιχίζουν στο κράτος εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ ανά φοιτητή. Εφαρμόστε έναν τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό Καλλικράτη για να συμμαζευτεί το πρόβλημα των σχολών. Τονίζω ότι το ποιοτικό διακύβευμα είναι το σύγχρονο στοίχημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην προσπάθεια να γίνει ανταγωνιστική και όχι η διασπορά σχολών ανά την επικράτεια.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν πραγματική πολιτική με την έννοια που απέδωσα στην εισαγωγή του άρθρου. Διαφορετικά φοβάμαι ότι η συνέχιση δηλώσεων στη λογική του «…άλλο πράγμα η Γεωπονική και άλλο πράγμα η δασοκομία, ανθοκομία» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το άλλο πράγμα να είσαι πολιτικός και άλλο να είσαι πολιτικάντης και ενώ οι τελευταίοι βρίσκονται εν αφθονία, οι πρώτοι αποτελούν είδος εν ανεπαρκεία.
Δρ Κ.Π.