Όπως ακριβώς συμβαίνει και στον ενεργειακό τομέα, η
απουσία στρατηγικού σχεδιασμού με κατεύθυνση την παραγωγική και
οικολογική ανασυγκρότηση του αγροτικού τομέα, έχει κοστίσει σημαντικά
στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερες από 500.000 ισοδύναμες θέσεις
πλήρους απασχόλησης στην αγροτική παραγωγή. Στη πλειονότητά τους, τα
ελληνικά αγροτεμάχια είναι μέχρι 50 στρέμματα, γεγονός που θεωρητικά
ευνοεί την αποκεντρωμένη απασχόληση, αλλά και την ποικιλία αγροτικών
προϊόντων. Η πραγματικότητα ωστόσο μας διαψεύδει. Οι Έλληνες παραγωγοί
εξαρτώνται όλο και περισσότερο από πολυεθνικές εταιρείες
αγροτεχνολογίας, για το σύνολο των αναγκών τους– από τον σπόρο μέχρι το
φυτοφάρμακο. Ντόπιες, ελληνικές ποικιλίες εξαφανίζονται και
αντικαθίστανται από υβρίδια μαζικής παραγωγής, ενώ η χρήση των
φυτοφαρμάκων (νόμιμων και παράνομων) ξεπερνά κάθε λογική. Μάλιστα, οι
προηγούμενες ηγεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης έκαναν ευρύτατη
και αλόγιστη χρήση εξαιρέσεων ώστε να εισέρχονται στην αγορά
απαγορευμένα φυτοφάρμακα. Τέλος, η Ελλάδα καταλήγει να εισάγει προϊόντα
τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να καλλιεργούνται εγχώρια.
Ένα τέτοιο παράδειγμα δεκαετιών αποτυχημένης και
ζημιογόνου πολιτικής είναι η παραγωγή ζωοτροφών. Παρόλο που η χώρα μας
μπορεί να παράγει ποιοτικές και ασφαλείς πρώτες ύλες για ζωοτροφές, η
παραγωγή ζωοτροφής στηρίζεται σε εισαγωγές πρώτων υλών της τάξης των 500
εκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Μάλιστα οι εισαγωγές αφορούν κυρίως στη
σόγια, η οποία είναι συχνά μεταλλαγμένη. Στον αντίποδα αυτής της
επιζήμιας πρακτικής υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία ελληνικών ψυχανθών,
πρωτεϊνούχων φυτών (ρεβίθι, κουκί, λούπινο, μπιζέλι), τα οποία μπορούν
να υποκαταστήσουν τη σόγια στις ζωοτροφές. Είναι ιδανικά για το έδαφος
και τις κλιματικές συνθήκες της Ελλάδας και απαιτούν ελάχιστο πότισμα
και χρήση ειδών φυτοπροστασίας για να αναπτυχθούν, εξοικονομώντας έτσι
χρήματα, νερό και ενέργεια. Η χρήση τους στην κτηνοτροφία μπορεί να
δώσει ποιοτικά προϊόντα στον καταναλωτή και να τονώσει άμεσα την
απασχόληση στην περιφέρεια, ενώ θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των
ελληνικών ζωικών προϊόντων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η επένδυση σε ντόπια
ψυχανθή είναι ήδη δοκιμασμένη με επιτυχία. Υπάρχει πληροφορία,
τεχνογνωσία και εξαιρετικό ενδιαφέρον από τους Έλληνες καλλιεργητές και
καταναλωτές αλλά απουσιάζει -μέχρι στιγμής- η πολιτική βούληση.
Οι αποφάσεις της κυβέρνησης οφείλουν να ξεπεράσουν
τα τετριμμένα περί ευρωπαϊκών επιδοτήσεων (στις οποίες, παρεμπιπτόντως
είμαστε η 7η χώρα στην Ευρώπη των 27 και μας προσπερνούν μόνο χώρες με
κολοσσιαία παραγωγή όπως η Γερμανία και η Γαλλία). Με δεδομένο ότι,
σύμφωνα με τα επίσημα ευρωπαϊκά στοιχεία, το κόστος των εισροών έχει
αυξηθεί και η αξία των τελικών προϊόντων έχει κατακρημνιστεί, είναι
προφανές ότι η Ελλάδα πρέπει να επανασχεδιάσει την αγροτική της παραγωγή
με γνώμονα την καινοτομία και τη βιωσιμότητα. Απαιτείται επειγόντως
μια πολιτική κατεύθυνση που σέβεται τον μόχθο των αγροτών, την υγεία και
διατροφική ασφάλεια των καταναλωτών, αναβαθμίζει και αναδεικνύει την
ανταγωνιστικότητα των ελληνικών ποιοτικών προϊόντων.
Με αυτά τα δεδομένα, κρίνουμε απαραίτητα τα εξής βήματα:
- προώθηση κινήτρων για την καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών με βιώσιμες γεωργικές πρακτικές. Κίνητρα προς τις εταιρίες ζωικών προϊόντων για να στηρίξουν αυτή την προσπάθεια για κάλυψη των αναγκών τους σε ζωοτροφή από ντόπιες καλλιέργειες.
- ενίσχυση της σχετικής σποροπαραγωγής ώστε να αποφύγουμε τον έλεγχο της αγοράς από τις συνήθεις ολιγαρχίες.
- προώθηση ορθών γεωργικών πρακτικών σε μεγάλη κλίμακα, με στόχο τη μείωση του κόστους των εισροών, αλλά και την κατακόρυφη αύξηση της ποιότητας και ανταγωνιστικότητας των προϊόντων. Τέτοιες πρακτικές αφορούν στην αμειψισπορά, στην ορθολογική χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και στην προστασία των υδάτινων πόρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου