Η εκτροφή
νεροβούβαλων είναι ένας από τους κλάδους της κτηνοτροφίας που διαδραματίζει
σημαντικό ρόλο στην οικονομία κυρίως φτωχών χωρών με υψηλό ποσοστό
κτηνοτροφίας, μεγάλους πληθυσμούς και περιορισμένους διατροφικούς πόρους. Οι
νεροβούβαλοι (Bubalis bubalis) έχουν εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο, ιδίως όμως
στην Ασία και σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Ο πληθυσμός τους στον κόσμο
είναι περίπου 199 εκατομμύρια, με το περισσότερο από το 80% να εκτρέφεται στη Νοτιοανατολική Ασία
(FAOSTAT 2013). Στην Ευρώπη, εκτρέφονται
περίπου 4.7 εκατ. ζώα, κυρίως στην περιοχή της Μεσογείου, που αντιπροσωπεύουν
το 2,4% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Πιν. 1 |
Στην Ελλάδα, πριν
από μερικές δεκαετίες, ο νεροβούβαλος αποτελούσε μέρος της βιοποικιλότητας πολλών ελληνικών υγροτόπων, πλουτίζοντας τα οικοσυστήματά τους με τη συμμετοχή του και την αισθητική του αξία. Ωστόσο, λόγω των
κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικράτησαν στη χώρα, ο πληθυσμός τους από 70.000
τη δεκαετία του ΄50 μειώθηκε στα 3.200 ζώα σύμφωνα με τον FAOSTAT 2013 (πιν. 1) από τα οποία τα 2.500 διαβιούν στην περιοχή της λίμνης Κερκίνης
του Νομού Σερρών.
Μεσογειακός βούβαλος
Με βάση γενετικά, μορφολογικά και παραγωγικά
χαρακτηριστικά έχουν αναγνωριστεί δύο υποείδη κατοικίδιου βουβάλου: ο βούβαλος
κεραμπάου (swamp buffalo) , ο οποίος χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο ως ζώο
εργασίας αλλά και για τη παραγωγή κρέατος στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας
και ο κοινός βούβαλος (river buffalo) που είναι κυρίως ζώο
γαλακτοπαραγωγικό αλλά και κρεοπαραγωγής. Εντός του υποείδους του κοινού
βουβάλου διακρίνονται 22 διαφορετικές φυλές, με τη Μεσογειακή φυλή να
συμπεριλαμβάνεται σε αυτές. Στη Μεσογειακή φυλή θεωρείται ότι ανήκουν όλοι οι Ευρωπαϊκοί βούβαλοι.
Ο Μεσογειακός
βούβαλος διαθέτει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ως αποτέλεσμα της απομόνωσης
και της προσαρμογής του στο μεσογειακό περιβάλλον. Μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών
υπήρξε ελάχιστη ανταλλαγή στους πληθυσμούς των βουβάλων, κι έτσι σε κάθε χώρα ο
πληθυσμός των βουβάλων διατηρεί τα δικά του φαινοτυπικά χαρακτηριστικά και
αποδόσεις. Ο «Ελληνικός βούβαλος», ανήκει στη φυλή του Μεσογειακού βουβάλου.
Μορφολογικά και
παραγωγικά χαρακτηριστικά του ελληνικού βούβαλου
Ο χρωματισμός του δέρματος του ελληνικού βουβάλου
ποικίλει από καφέ έως μαύρο και το χρώμα του τριχώματος από σκούρο γκρι έως μαύρο. Τα κέρατα, οι ρώθωνες και οι οπλές είναι μαύρα. Τα περισσότερα ζώα έχουν λευκές κηλίδες στο μέτωπο και τα πόδια. Ορισμένες φορές παρατηρείται μερικός αποχρωματισμός της
ίριδας των ματιών, φαινόμενο που καλείται «γαλάζια μάτια». Τα κέρατα είναι μεσαίου μήκους, ενώ των
θηλυκών είναι μακρύτερα και λεπτότερα από αυτά των αρσενικών. Έχουν στενόμακρο πρόσωπο με αραιές τρίχες στην κάτω σιαγόνα. Το σώμα είναι συμπαγές και τα πόδια κοντά και δυνατά. Το στήθος είναι
βαθύ και η περιοχή της κοιλίας ογκώδης. Η ουρά είναι κοντή στα νεαρά ζώα και σπάνια φτάνει στους ταρσούς, αλλά στα ώριμα ζώα είναι μακριά και η άκρη της μπορεί να
ακουμπάει στο έδαφος.
ακουμπάει στο έδαφος.
Παραγωγικά χαρακτηριστικά
του ελληνικού βούβαλου
Το εύρος γαλουχίας κυμαίνεται
από 210 έως 280 ημέρες με μέση γαλακτοπαραγωγή 700-1000 kg, ενώ η ηλικία πρώτου
τοκετού πραγματοποιείται στους 36-48 μήνες. Ο μέσος αριθμός τοκετών κατά τη
διάρκεια της παραγωγικής τους ζωής είναι 9 τοκετοί με μέσο όρο γεννηθέντων
μόσχων ανά 100 αγελάδες ανά έτος να φθάνει τα 75.
Οι μόσχοι απογαλακτίζονται σε
ηλικία 7-8 μηνών, οπότε υπολογίζεται ότι έχουν ζων βάρος 75-90 Kg. Στις μονάδες όπου οι
βούβαλοι αρμέγονται, υπολογίζεται ότι οι μόσχοι καταναλίσκουν 350-400 Kg γάλακτος και απογαλακτίζονται
σε ηλικία 2-3 μηνών, οπότε έχουν ζων βάρος 75 Kg περίπου. Τα νεαρά αρσενικά σφάζονται στους 15-17 μήνες και
το βάρος τους κατά τη σφαγή κυμαίνεται από 350 έως 400 kg.
Ηθολογία ζώου και τα ιδιαίτερα
μορφολογικά και ανατομικά χαρακτηριστικά τους
Από τη φύση τους, τα βουβάλια είναι κοινωνικά ζώα και ζουν
σε αγέλες διαφόρων μεγεθών, έχοντας σαφή οργανωτική δοµή και ιεραρχία, με επικεφαλής το κυρίαρχο
αρσενικό. Η κοινωνική θέση καθορίζεται σε νεαρή ηλικία, κυρίως μέσα από
διακριτικές συμπεριφορές και όχι βίαιες
αψιμαχίες. Ωστόσο, η εξασφάλιση της κοινωνικής θέσης είναι δυναμικά
εξελίξιμη στα αρσενικά ενώ είναι σχετικά
σταθερή στα θηλυκά.
Τα ζώα κατανέμουν το χρόνο τους σε διάφορες δραστηριότητες
σύμφωνα με τις διατροφικές τους ανάγκες, την πυκνότητα βλάστησης, την κατανομή και
διαθεσιμότητα της βοσκήσιμης ύλης καθώς και τους κινδύνους που διατρέχουν από τους
εχθρούς τους. Σε γενικές γραμμές, τα
μικρά και μεγάλα βουβάλια αφιερώνουν τον περισσότερο χρόνο τους στη βόσκηση και
στον μηρυκασμό (70-80%). Στη μετακίνηση και την
ξεκούραση αφιερώνουν το 20-26% και το 12-20% του συνολικού τους χρόνου,
αντίστοιχα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα
εργασίας (16) για τη συμπεριφορά των βουβαλιών στη λίμνη Κερκίνη, ο
ημερήσιος χρόνος των βουβαλιών κατανέμεται όπως φαίνεται στον πιν. 2.
Ως είδος, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στη θερμική
καταπόνηση, ειδικά κάτω από την άμεση έκθεση στις ακτίνες του ήλιου, αφού ο
μηχανισμός της εφίδρωσης είναι περιορισμένος λόγω της χαμηλής πυκνότητας των
ιδρωτοποιών τους αδένων. Οι θερμικές καταπονήσεις
προκαλούν συγκεκριμένες αλλαγές στη συμπεριφορά των βουβάλων, όπως μείωση της
όρεξης και του μηρυκασμού. Για το λόγο αυτό, αναζητούν υδάτινες
επιφάνειες για τη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματός τους, μια συμπεριφορά όμως που παρέχει
το πρόσθετο πλεονέκτημα της προστασίας κατά των εξωτερικών παρασίτων.
Σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας , το βουβάλι
αυξάνει τον όγκο του αίματος και τη ροή αυτού προς την επιφάνεια του δέρματος,
ώστε να διευκολυνθεί η απαγωγή της θερμότητας του σώματός του ενώ γέρνει χαλαρά
μέσα στη λάσπη ή το νερό. Επίσης ενεργοποιείται το αυτόνομο συμπαθητικό σύστημα
προκαλώντας απελευθέρωση της επινεφρίνης, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η
θερμοκρασία του σώματος, ο ρυθμός και το εύρος της αναπνοής. Ένας φυσιολογικός
μηχανισμός εξισορρόπησης αυτής της κατάστασης λειτουργεί μέσω των σμηγματογόνων
αδένων. Οι βούβαλοι εκκρίνουν σμήγμα σε ικανοποιητική ποσότητα, που καλύπτει
την επιφάνεια του δέρματος, προσδίδοντας στιλπνότητα που αυξάνει τον βαθμό
αντανάκλασης της ηλιακής ακτινοβολίας, βελτιώνοντας με αυτό τον τρόπο τη
στεγανοποίησή του.
Επιπλέον, το δέρμα του βουβαλιού είναι παχύτερο σε σχέση
με εκείνο των λοιπόν βοοειδών, γεγονός που το καθιστά σθεναρό σε μηχανικές καταπονήσεις
και επιβλαβείς χημικές ουσίες, ιδιαίτερα όταν το ζώο είναι εκτεθειμένο στο νερό
και τη λάσπη.
Το βουβάλι χρησιμοποιεί την ουρά του για να απαλλαγεί από
μύγες και άλλα ενοχλητικά έντομα και συχνά γλείφει το σώμα του ή τρίβεται σε
δένδρα (καθώς και σε τοίχους και φράχτες). Συχνά δέχεται και την περιποίηση
άλλων μελών της αγέλης. Ο «καλλωπισμός» ως
συμπεριφορά είναι ιδιαίτερα σημαντικός αφενός
για την περιποίηση του σώματός του αφετέρου για τη διατήρηση της
κοινωνικής δομής της αγέλης.
Διαχείριση
νεροβούβαλου
-Στέγαση
Όταν τα βουβάλια είναι ελεύθερα να εκφράζουν τη φυσική
συμπεριφορά τους , συνηθίζουν να κυλιούνται στη λάσπη και να βυθίζονται στο
νερό. Ωστόσο, στα εντατικά συστήματα εκτροφής, τα ζώα εκτίθενται σε «τεχνητό»
περιβάλλον και αν δεν υπάρχει η κατάλληλη διαχείριση, πολλοί παράγοντες μπορεί
να καταστούν επιβλαβείς για την υγεία και την ευζωία τους. Ειδικότερα, ο περιορισμός χώρου μπορεί να οδηγήσει σε δραματική
μείωση της καλής διαβίωσης των ζώων, λόγω περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας
τους, και της αδυναμίας τους να επιλέξουν
το κοινωνικό και φυσικό τους μικροπεριβάλλον, στη μείωση του απαραίτητου χρόνου
ανάπαυσης και την αύξηση των τραυματισμών. Ο υπερπληθυσμός μπορεί επίσης να
προκαλέσει χρόνιο στρες, που συνοδεύεται με αλλαγή συμπεριφοράς, ενδοκρινολογικές
και ανοσολογικές διαταραχές, χαμηλά ποσοστά ανάπτυξης και υψηλότερη συχνότητα
εμφάνισης διάφορων νοσολογικών καταστάσεων. Από μελέτες σχετικές με τη
διαθεσιμότητα χώρου στα βουβάλια, έχει βρεθεί ότι τα ζώα που στεγάζονται σε χώρο
20 m2/ζώο
είχαν υψηλότερη παραγωγή γάλακτος (P ≤ 0,05) στην έναρξη (74 έως 104
ημέρες) και στο τέλος της γαλουχίας, σε σχέση εκείνα που είχαν περιορισμό στην
ελεύθερη κυκλοφορία τους.
Ο χώρος στέγασής τους θα πρέπει να προστατεύει τα ζώα από τη
βροχή, το χιόνι και τον ισχυρό άνεμο. Μπορεί να είναι μια απλή κατασκευή με
στέγη και τρεις τοίχους. Το σύστημα αυτό επιτρέπει στα βουβάλια να έχουν
εύκολη πρόσβαση στο χώρο βοσκής όταν ο καιρός το επιτρέπει. Θα πρέπει όμως να
υπάρχει ένας χώρος σίτισης, μέσα στο χώρο στέγασης, στην περίπτωση που οι
δυσμενείς καιρικές συνθήκες κρατήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Θεωρείται
επίσης απαραίτητη η ύπαρξη ξεχωριστού θερμαινόμενου χώρου αρμέγματος. Ο στεγνός
και καθαρός χώρος κατάκλισης είναι σημαντικός όταν επικρατούν χαμηλές
θερμοκρασίες προκειμένου να εξασφαλιστεί η υγεία των ζώων.
Οι μόσχοι πρέπει να κρατούνται σε ατομικούς κλωβούς για
τον πρώτο μήνα της ζωής τους. Οι κλωβοί πρέπει να είναι διατηρούνται καθαροί και
τοποθετημένοι έτσι ώστε να αποφεύγεται η έκθεσή τους στο άμεσο ηλιακό φως , τη βροχή, το χιόνι και τα ρεύματα αέρα.
Κρατώντας τα μοσχάρια σε ξεχωριστούς κλωβούς, καθίσταται ευκολότερος ο έλεγχος της διατροφής τους, και εντοπίζονται έγκαιρα συμπτώματα ασθενειών.
Κατά προτίμηση, οι κάδοι γάλακτος και νερού θα πρέπει να είναι έξω από τους
κλωβούς, σε θέση ευκολοπρόσιτη για το
μοσχάρι.
Ωστόσο, το πιο κοινό σύστημα στέγασης είναι αυτό που
αναφέρεται ως «παραδοσιακό», και συνίσταται στη διατήρηση των βουβάλων σε πρόχειρες κατασκευές
που στεγάζουν τα ζώα κατά τη διάρκεια της
νύχτας και περιορίζονται σε περιφραγμένες εκτάσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Η στέγαση επομένως μπορεί να είναι διαφορετική από περιοχή
σε περιοχή και από χώρα σε χώρα λόγω των κλιματικών διαφορών αλλά και του
βαθμού υιοθέτησης από μέρους των παραγωγών σύγχρονων γεωργικών πρακτικών.
- Διατροφή
Το κύριο πλεονέκτημα των βουβαλιών
είναι η ιδιαίτερη ικανότητά τους να επιβιώνουν καταναλώνοντας υποβαθμισμένες χονδροειδείς
ζωοτροφές (άχυρο και κατάλοιπα καλλιεργειών) και να τα μετατρέπουν σε πλούσιο σε πρωτεΐνες άπαχο
κρέας χαμηλό σε συγκέντρωση χοληστερόλης.
Όμως στα συστήματα εντατικής εκτροφής
νεροβούβαλων, επιδιώκεται η μέγιστη δυνατή εκμετάλλευση του παραγωγικού
δυναμικού του ζώου και συγχρόνως η διατήρηση της υγείας του. Για το λόγο αυτό,
η χρήση ποιοτικών ζωοτροφών όπως ενσίρωμα καλαμποκιού, σανό μηδικής και
δημητριακοί καρποί, θεωρείται απαραίτητη για την επαρκή και ισόρροπη διατροφή
τους.
Ξηρά περίοδος: Η
διάρκεια της ξηράς περιόδου των νεροβούβαλων είναι περίπου 4 μήνες. Αν και πολλοί
κτηνοτρόφοι την αντιμετωπίζουν διατροφικά ως μη σημαντική περίοδο, ωστόσο η
ανεπαρκή διατροφή των ζώων στη ξηρά περίοδο έχει σημαντικές επιπτώσεις αφενός
στην επερχόμενη γαλακτοπαραγωγή και αφετέρου στην υγεία του ζώου (για
παράδειγμα, η πρόπτωση κόλπου ή μήτρας συνδέονται
άμεσαμε την μη ισορροπημένη διατροφή κατά τη διάρκεια της ξηράς περιόδου). Κατά
την περίοδο αυτή, είναι απαραίτητο να καλυφθούν οι ανάγκες συντήρησης του ζώου
και οι επιπλέον αυξημένες ανάγκες σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες της
κύησης καθώς το έμβρυο αυξάνεται ιδιαίτερα κατά την περίοδο αυτή. Τα ζώα πρέπει να τρέφονται με φρέσκια
χορτονομή ή σανό καλής ποιότητας και επιπλέον με συμπύκνωμα που να καλύπτει το 15
% της ξηράς ουσίας που καταναλώνει το ζώο. Στόχος της διατροφής κατά την Ξ.Π.
είναι η αποκατάσταση των αποθεμάτων του οργανισμού
σε λιποδιαλυτές βιταμίνες, ιχνοστοιχεία και, με τη βοήθεια των υδατοδιαλυτών βιταμινών,
η εξομάλυνση της ζύμωσης στη μεγάλη κοιλία και της ηπατικής λειτουργίας. Ιδιαίτερη
προσοχή πρέπει να δίνεται στην περιεκτικότητα της τροφής σε ανόργανα στοιχεία,
και ειδικά σε ότι αφορά στην αναλογία ασβεστίου, φωσφόρου. Από τα μέσα του ένατου
μήνα κυοφορίας, η αναλογία Ca:P πρέπει να είναι 1:1,1 ώστε να αποφευχθεί το
ενδεχόμενο πρόπτωσης του κόλπου και/ή της μήτρας. Σιτηρέσια με υψηλή αναλογία Ca:P
μεταβάλουν τη φυσιολογική σχέση Ca:Mg
στο αίμα, με αποτέλεσμα χαλάρωση ή εξασθένηση των μυών και των συνδέσμων που
στηρίζουν τη μήτρα και τον κόλπο οδηγώντας στη πρόπτωση των οργάνων αυτών . Περίσσεια ασβεστίου κατά τη φάση της ξηράς περιόδου,
μπορεί να προκαλέσει μείωση της δραστηριότητας των παραθυρεοειδών αδένων με συνακόλουθο την
εκδήλωση υπασβεστιαιμίας μετά τον
τοκετό.
Η δίαιτα που χαρακτηρίζει αυτή
τη φάση, έχει χαμηλό συντελεστή ζύμωσης, η οποία προετοιμάζει τις συνθήκες για
την παραγωγή των πτητικών λιπαρών οξέων και συγχρόνως ευνοεί τον πολλαπλασιασμό
των κυτταρολυτικών βακτηρίων. Επίσης, κατά την περίοδο των τριών τελευταίων
εβδομάδων πριν την κύηση, δίδεται μεγάλη σημασία στο να παρέχεται στο ζώο
σιτηρέσιο της ίδιας σύστασης τροφών με εκείνο της γαλακτοπαραγωγικής περιόδου.
Περίοδος γαλακτοπαραγωγής: Η περίοδος
γαλακτοπαραγωγής των νεροβούβαλων διαρκεί,
κατά μέσο όρο, 240 ημέρες. Η παραγωγή γάλακτος αυξάνει μετά τον τοκετό και φθάνει
στο μέγιστο μεταξύ της τέταρτης και έκτης εβδομάδας. Εκτός από την μεταβολή στη
ποσότητα του γάλακτος, το βουβαλίσιο γάλα υπόκειται σε μεταβολές στη χημική του
σύνθεση κατά τη διάρκεια της γαλακτοπαραγωγής. Αυτό το φαινόμενο είναι πολύ πιο
εμφανές στα βουβάλια σε σχέση με τα άλλα βοοειδή. Οι χημικές αυτές μεταβολές
πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την κατάρτιση των σιτηρεσίων προκειμένου να
υπολογιστούν σωστά οι ανάγκες των ζώων σε ενέργεια και πρωτεΐνες.
Στα συστήματα εντατικής εκτροφής
νεροβούβαλων, η διατήρηση υψηλού επιπέδου γαλακτοπαραγωγής επιτυγχάνεται με
σιτηρέσια υψηλής ενέργειας (από 0,85 - 0.95 MFU/kg ξηράς ουσίας-DM) και υψηλής συγκέντρωσης σε πρωτεΐνες
(14-16% CP), και
έχουν ως βάση το ενσίρωμα αραβοσίτου ή σόργου, τους δημητριακούς καρπούς, το
σογιάλευρο, το σανό μηδικής ή μίγματος σανού αγρωστωδών και διάφορα υποπροϊόντα.
Εκτός αυτών, οι ανάγκες σε
μεταλλικά στοιχεία (ασβέστιο, φώσφορο και μαγνήσιο) είναι άμεσα συσχετιζόμενες
με τις παραγωγικές απαιτήσεις του νεροβούβαλου. Η συνιστώμενη αναλογία Ca:P
είναι 2:1 και η ποσότητα αυτών των δύο μετάλλων ανάλογη με τη ποσότητα του
παραγόμενου γάλακτος.
Κατά την πρώτη φάση της γαλακτικής περιόδου και ιδιαίτερα
αμέσως μετά τον τοκετό, παρατηρείται ενεργειακό έλλειμμα στα βουβάλια
γαλακτοπαραγωγής, το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τη παροχή υψηλής
ποιότητας χορτονομής και συμπυκνωμάτων. Συνίσταται επίσης η προσθήκη
λίπους
σε προστατευμένη μορφή (ή κρυο-κρυσταλλικών λιπαρών οξέων), η οποία αυξάνει την
ποσότητα των μη εστεροποιημένων λιπών του αίματος και συνακόλουθα διεγείρει την
παραγωγή γάλακτος μειώνοντας έτσι τις επιπτώσεις του ενεργειακού ελλείμματος. Επιπλέον,
πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι, η αύξηση της ενεργειακής πυκνότητας στο
σιτηρέσιο των βουβαλιών, χρησιμοποιώντας προστατευμένα λίπη, μειώνει το
διάστημα τοκετού-σύλληψης από τις 48 στις 38 ημέρες.
Διατροφή μοσχίδων - δαμαλίδων
Τα μοσχάρια
γεννιούνται χωρίς καμία προστασία απέναντι στους παθογόνους μικροοργανισμούς,
έτσι εξαρτώνται από το πρωτόγαλα της μητέρας που τους παρέχει παθητική ανοσία.
Με πρωτόγαλα πρέπει να τρέφεται το μοσχάρι αρκετές φορές την ημέρα, κατά
προτίμηση πάνω από δύο φορές την ημέρα, σε ίσα χρονικά διαστήματα. Στην
περίπτωση που δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, πρέπει ο μόσχος να εκτρέφεται από
ανάδοχες μητέρες. Στην Ιταλία, 40% των μοσχαριών εκτρέφονται από μεγάλα σε
ηλικία και λιγότερο παραγωγικά θηλυκά ή ακόμη και αγελάδες. Μετά τις πρώτες δυο με τρεις ημέρες που το
μοσχάρι καταναλώνει πρωτόγαλα και για τις δύο επόμενες εβδομάδες, πρέπει να
παρέχεται πλήρες γάλα σε ποσότητα που να αντιστοιχεί στο 1/8 με 1/10 του βάρους
του σώματός του. Υποκατάστατο γάλακτος
μπορεί να δοθεί μαζί με το πλήρες γάλα, υπό τον όρο ότι έχει μια ορισμένη
σύνθεση θρεπτικών ουσιών. Το πλήρες γάλα ή/και το γάλα αντικατάστασης θα πρέπει
να παρέχεται τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα και σε θερμοκρασία 36-38°C.
Μετά την πάροδο δύο ή τριών εβδομάδων που το ζώο εκτρέφεται
αποκλειστικά με γάλα, θα πρέπει να παρασχεθεί παράλληλα, καλής ποιότητας σανό μαζί με το
κατάλληλο εναρκτήριο μίγμα δημητριακών καρπών. Με την αύξηση της κατανάλωσης
σανού και δημητριακών καρπών, γίνεται σταδιακή διακοπή του γάλακτος.
Μετά τον τρίτο
μήνα, τα μοσχάρια απαιτούν υψηλό επίπεδο διατροφής και καλής ποιότητας εύπεπτη
τροφή. Η επίτευξη σωματικού βάρους 380-420 kg αποτελεί προϋπόθεση για να
επιτευχθεί η ενήβωση του ζώου και η προετοιμασία του για τη σύλληψη και τον
πρώτο τοκετό. Μελέτες υποδεικνύουν ότι με τη χορήγηση ολικών σιτηρεσίων
επιτυγχάνεται η ενήβωση σε συντομότερο χρονικό διάστημα σε σχέση με τα ζώα που
τρέφονται αποκλειστικά με βοσκή. Επίσης, η ηλικία ενήβωσης φαίνεται να επηρεάζεται από το επίπεδο ενέργειας του
παρεχόμενου σιτηρεσίου. Μοσχίδες που καταναλώνουν υψηλού ενεργειακού περιεχομένου δίαιτα (5.56 MFU/d) επιτυγχάνουν ημερήσια αύξηση βάρους 562 g σε
σχέση με μοσχίδες που καταναλώνουν
χαμηλού ενεργειακού περιεχομένου σιτηρέσιο (4,42 MFU/d) στις οποίες η ημερήσια αύξηση βάρους είναι μόλις 465 g, και επιπλέον φτάνουν στην ενήβωση
30 ημέρες νωρίτερα. Ωστόσο, οι παρατηρήσεις αυτές δεν επαληθεύτηκαν από
πρόσφατες μελέτες, οι οποίες έδειξαν ότι σε περιόδους που υπάρχει άφθονη και
καλής ποιότητας βοσκή, μπορεί να επιτευχθεί η κατάλληλη αύξηση βάρους των
μοσχίδων και μάλιστα με μικρότερο κόστος για τους παραγωγούς.
-Υγιεινή και ασθένειες
Τα βουβάλια είναι ευπαθή στις περισσότερες
ασθένειες και παράσιτα που εμφανίζονται και στα υπόλοιπα βοοειδή, παρά το
γεγονός ότι οι επιπτώσεις των ασθενειών στην υγεία και στη παραγωγικότητά τους
είναι συνήθως λιγότερο εμφανής. Γενικά ο νεροβούβαλος είναι ένα υγιές ζώο, έχει
αναπτύξει, μέσω της εξέλιξης, ανθεκτικότητα λόγω του ότι ο φυσικός του οικότοπος
χαρακτηρίζεται από ζεστές και υγρές κλιματολογικές συνθήκες οι οποίες είναι ιδιαίτερα
ευνοϊκές στην ανάπτυξη παθογόνων μικροοργανισμών.
Παρ' όλ' αυτά, ο νεροβούβαλος
πρέπει να ελέγχεται καθημερινά για ασθένειες αλλά και τραυματισμούς (κυρίως
ανοιχτές πληγές) που αποτελούν ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη όλων των ειδών
βακτηρίων. Καθώς το ζώο αρμέγεται δύο φορές την ημέρα, είναι εύκολο να γίνεται
ο έλεγχος της υγιεινής του κατά τη διάρκεια της αλμεγής. Μεγάλοι
ή μικροί τραυματισμοί πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα. Οι πληγές θα πρέπει να
καθαρίζονται προσεκτικά και ο καλύτερος τρόπος είναι να χρησιμοποιείται καθαρό
νερό και ένα ήπιο σαπούνι. Ο καθαρισμός πρέπει να γίνεται πολύ προσεκτικά με
καθαρά χέρια και υφάσματα. Χημικές ουσίες όπως η αιθανόλη και το ιώδιο μπορεί να βλάψουν.
Η αλλαγή στο χρώμα των κοπράνων, η μειωμένη όρεξη ή αλλαγές στη συμπεριφορά του
ζώου, αποτελούν ενδείξεις ύπαρξης ασθένειας και επομένως η επέμβαση κτηνιάτρου
είναι επιβεβλημένη. Τα άρρωστα ή πληγωμένα ζώα πρέπει να οδηγούνται σε
απομονωμένα κελιά και να δέχονται εκεί τη φροντίδα του παραγωγού ή του
κτηνιάτρου.
Είναι σημαντικό να συμπεριλαμβάνονται όλα τα
ζώα στο αγρόκτημα σε ένα πρόγραμμα κτηνιατρικών ελέγχων, προκειμένου να
ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι εκδήλωσης ασθενειών. Θα πρέπει να ακολουθείται
πιστά το κατάλληλο πρόγραμμα εμβολιασμού αλλά και αποπαρασίτωσης. Στην Ιταλία,
ελέγχονται όλα τα ζώα σε εξάμηνα διαστήματα για φυματίωση, βρουκέλωση και
ενζωοτική λεύκωση. Τα άρρωστα ζώα αποσύρονται αμέσως από την παραγωγή και
σφάζονται.
Τα αντιβιοτικά και τα εμβόλια που χρησιμοποιούνται
για τα άλλα βοοειδή λειτουργούν εξίσου καλά και στο νεροβούβαλο. Ως εκ τούτου,
θεραπείες είναι διαθέσιμες για τις περισσότερες από τις σοβαρές ασθένειες των
βουβάλων, αν και μερικές δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικές όπως στα υπόλοιπα
βοοειδή.
-Αναπαραγωγή
Συγκριτικά με τα γνωστά μας
βοοειδή (B. Taurus), οι νεροβούβαλοι, με όρους
αναπαραγωγικού δυναμικού, είναι «αναποτελεσματικά»
ζώα. Οι κύριοι λόγοι για το φτωχό αναπαραγωγικό τους δυναμικό είναι οι
παρακάτω:
1. Καθυστερημένη
έναρξη της ενήβωσης. Οι νεροβούβαλοι
φτάνουν στο στάδιο της ενήβωσης
όταν αποκτήσουν σωματικό βάρος ίσο με το 60% του σωματικού βάρους των ενηλίκων.
Παρατηρείται όμως στη πράξη, ότι η ηλικία που το ζώο επιτυγχάνει το κατάλληλο
βάρος έχει μεγάλη διακύμανση και κυμαίνεται
από 18 έως 36 μηνών. Η καθυστερημένη έναρξη της ενήβωσης είναι ένας από τους κύριους παράγοντες, που οδηγούν σε σημαντικές
οικονομικές απώλειες τις μονάδες εκτροφής νεροβούβαλων.
Ωστόσο, όπως αναφέραμε παραπάνω, η σωστή
διατροφή των μόσχων-δαμαλίδων επιτυγχάνει την αύξηση του βάρους τους και συνεπακόλουθα
την μείωση του χρόνου της σεξουαλικής τους ωρίμανσης.
2. Η αδύναμη ή σιωπηλή εκδήλωση του οίστρου:
Λόγω της
χαμηλής συγκέντρωσης της 17-β-οιστραδιόλης στο αίμα των βουβάλων, η
εκδήλωση του οίστρου είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Σε πολλές περιπτώσεις ο
οίστρος περνά σχεδόν απαρατήρητος. Το γεγονός αυτό αποτελεί σημαντικό
πρόβλημα στην αναπαραγωγή του ζώου. Οι παρακάτω μέθοδοι μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για την αναγνώριση του οίστρου:
α. Παρατήρηση
συμπτωμάτων: Η αποδοχή του
αρσενικού θεωρείται ως ο πιο αξιόπιστος δείκτης οίστρου στα βουβάλια. Η συχνή
ούρηση, το μούγκρισμα, η νευρικότητα, το πρήξιμο των χειλέων του αιδοίου, η
βλέννα που αποβάλλεται από το κόλπο
είναι μερικά από τα σημάδια οίστρου. Η έκφρασή τους όμως είναι αδύναμη
και μεταβάλλεται από εποχή σε εποχή αλλά και στη διάρκεια του 24ώρου όπου τα
σημάδια οίστρου είναι πιο εμφανή τις ώρες που παρατηρείται η χαμηλότερη
θερμοκρασία.
β. Η παρουσία του αρσενικού: Η παρουσία αρσενικών τονώνει την εκδήλωση των
συμπτωμάτων οίστρου και είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τη μείωση των περιστατικών
σιωπηλού οίστρου. Επιπλέον, εάν το αρσενικό τοποθετηθεί σε κλωβό με τέτοιο τρόπο ώστε τα
θηλυκά να περνούν κοντά του και σε τακτικά χρονικά διαστήματα, εκείνα τα θηλυκά
που βρίσκονται σε οίστρο, προσπαθούν να το προσεγγίσουν.
γ. Άλλοι
μέθοδοι ελέγχου του οίστρου: Οι ενδοκρινολογικές μεταβολές κατά τη διάρκεια του
οίστρου, αυξάνουν τη θερμοκρασία του κόλπου κατά 0,5 έως 0,8 oC. Επίσης, η χαμηλότερη ηλεκτρική αγωγιμότητα του
υγρού του κόλπου κατά τη περίοδο του οίστρου είναι ένα επιπλέον χαρακτηριστικό.
Εφόσον λοιπόν παρατηρηθούν
σημάδια οίστρου, οι παραπάνω δείκτες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την
επιβεβαίωσή του. Έχουν επίσης προταθεί, εκπαιδευμένα σκυλιά για την αναγνώριση
οίστρου (Hafez, 1990), χρήση υποδόριων εμφυτευμάτων
μικροτσίπ για τη παρατήρηση της δραστηριότητας του θηλυκού, της θερμοκρασίας
και άλλων χαρακτηριστικών που μπορεί να υποδηλώνουν την εμφάνιση οίστρου καθώς
και διάφοροι εργαστηριακοί έλεγχοι.
δ. Συγχρονισμός του οίστρου: Αποτελεί μια
ευρέως χρησιμοποιούμενη πρακτική στα μηρυκαστικά για την πρόκληση οίστρου σε
δεδομένη χρονική στιγμή.
ε.
Ανάλυση του αρχείου αναπαραγωγής: Η πιθανή ημερομηνία εκδήλωσης του
οίστρου μπορεί να υπολογιστεί από το αρχείο αναπαραγωγής του κάθε ζώου
ξεχωριστά. Εφόσον προσδιοριστούν οι πιθανές ημερομηνίες, το θηλυκό παρακολουθείται
στενά και χρησιμοποιούνται κάποιοι από τις παραπάνω μεθόδους για την αναγνώριση του οίστρου.
Τεχνητή σπερματέγχυση |
4. Η εποχικότητα του
αναπαραγωγικού κύκλου. Το
βουβάλια είναι πολύοιστρα ζώα. Παρ'
όλα αυτά, οι δραστηριότητες των ωοθηκών εκδηλώνουν πολύ χαμηλή αναπαραγωγική
δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της θερμής περιόδου του έτους. Αν και υπάρχει
μεγάλη εμπειρία στη χρήση μεθόδων διαχείρισης του αναπαραγωγικού συστήματος των
βοοειδών, ωστόσο χρησιμοποιούνται σε πολύ μικρή κλίμακα σε φάρμες νεροβούβαλων.
Σε χώρες όπως η Ιταλία, η Βουλγαρία και η Κίνα, στις οποίες εφαρμόζονται
εντατικά συστήματα διαχείρισης του νεροβούβαλου, έχει υιοθετηθεί η ορμονική
θεραπεία για τον έλεγχο του αναπαραγωγικού άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-γονάδων και
η τεχνητή σπερματέγχυση. στην Ιταλία, είναι πρωταρχικής σημασίας οι βούβαλοι να γεννούν πριν
από την άνοιξη, διότι η ζήτηση για το βουβαλίσιο γάλα είναι ιδιαίτερα υψηλή την
άνοιξη και το καλοκαίρι, με τις μεταβολές της τιμής του γάλακτος μεταξύ χειμώνα
και καλοκαιριού να φθάνουν το 50 τοις εκατό.
ΚΡΕΑΣ
Η συμβολή του βουβαλίσιου κρέατος στη συνολική παγκόσμια
παραγωγή κρέατος είναι μόνο 1,3 τοις εκατό. Η ποιότητα και η ποσότητα του
βουβαλίσιου κρέατος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, οι σημαντικότερες των
οποίων είναι η φυλή, η ηλικία, ο τύπος της διατροφής , το σύστημα διαχείρισης
και οι περιβαλλοντικές συνθήκες. Οι αποδόσεις του βουβαλιού για την παραγωγή
κρέατος, δηλαδή η ανάπτυξη, ο συντελεστής μετατρεψιμότητας της τροφής, η απόδοση του σφάγιου, η απόδοσή
του σε ευγενή
μυώδη τεμάχια, είναι πολύ σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες. Ωστόσο, η
προτεραιότητα για την επέκταση του κρέατος του βούβαλου στην παγκόσμια αγορά κρέατος
είναι η ποιότητα, πράγμα που σημαίνει τα χημικά, φυσικά και οργανοληπτικά
χαρακτηριστικά του καθώς και οι ισχυρισμοί υγείας για τον καταναλωτή που μπορεί
να το συνοδεύουν.
Το κρέας του νεροβούβαλου και το βοείου κρέας είναι
ουσιαστικά παρόμοιο. Σε γενικές γραμμές,
το σφάγιο των βουβαλιών έχει πιο στρογγυλεμένα πλευρικά οστά, μεγαλύτερο
ποσοστό μυϊκής μάζας και χαμηλότερο ποσοστό οστών και λίπους σε σύγκριση με το κοινό
βόειο κρέας. Η πρώτη παράμετρος ποιότητας
που λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της ποιότητας του παραγόμενου κρέατος,
είναι η αξιολόγηση της διάπλασης και ο βαθμός πάχυνσης του σφαγίου σύμφωνα με τη
κλίμακα ταξινόμησης S E U R O P. Σε μελέτες που πραγματοποιήθηκαν
για την αξιολόγηση του σφαγίου των νεροβούβαλων
έδειξαν ότι, σε ηλικία 18
μηνών, το 75% των αξιολογούμενων σφαγίων κατατάχθηκε στην ποιότητα R
αν τα ζώα τρεφόταν ad libitum και το 50% R- αν η παρεχόμενη διατροφή τους ήταν
χαμηλής ενεργειακής πυκνότητας, ενώ στην
ηλικία των 14 μηνών μόνο το 37,5% κατατάχθηκε στην ποιότητα R-
για τα ζώα που τρεφόταν ad libitum και το 37,5% των ζώων με R- όταν η παρεχόμενη διατροφή τους ήταν
χαμηλής ενεργειακής πυκνότητας. Επίσης, το ποσοστό λίπους βρέθηκε υψηλότερο στο
σφάγιο ζώων που είχαν τραφεί με σιτηρέσιο υψηλής διατροφικής πυκνότητας για
όλες τις ηλικιακές κατηγορίες. Για να
υπάρχει όμως ένα μέτρο σύγκρισης, να υπενθυμίσουμε ότι, στην Ελλάδα το 60% των
σφαγίων των ταύρων κατατάσσεται στη κατηγορία Ο όπως επίσης και το 80% των
σφαγίων των αγελάδων και δαμαλίδων (ΥΠΑΑΤ, Τμήμα Βοοτροφίας και Μονόπλων).
Η ακριβής γνώση για το πώς επηρεάζει η
ανάπτυξη του ζώου την ποιότητα του σφαγίου, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την
επιλογή του σωστού χρόνου σφαγής των νεροβούβαλων. Γενικά, από τη γέννηση μέχρι
και την πλήρη ανάπτυξη του ζώου, η μυϊκή μάζα τους αναπτύσσεται ταχύτερα σε
σχέση με την οστική μάζα, ενώ στο τελευταίο στάδιο ανάπτυξης η εναπόθεση
λίπους, που αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες για την αποδοχή και αξία του σφαγίου, βαίνει αυξανόμενη. Πολλές μελέτες
έχουν αναφέρει ότι το κρέας του νεροβούβαλου, όταν το ζώο εκτρέφεται σωστά,
έχει κάποια ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά που μπορούν να το κατατάξουν
στην κατηγορία των τροφοφαρμάκων. Σε μελέτη που δημοσιεύτηκε το
2010, έγινε σύγκριση της κατάστασης της υγείας πρόσφατων καταναλωτών βουβαλίσιου κρέατος, ατόμων που ποτέ δεν είχαν καταναλώσει κρέας βούβαλου και
μακροχρόνιων καταναλωτών κρέας βούβαλου και διαπίστωσαν ότι η μακροχρόνια
κατανάλωση κρέατος βουβαλιών παρέχει σημαντικά καρδιαγγειακά οφέλη ενώ ακόμη και
οι πρόσφατοι καταναλωτές κρέατος βουβαλιών έδειξαν σημαντική μείωση στην ολική
χοληστερόλη του αίματος, καθώς και στο επιπέδων των τριγλυκεριδίων, χαμηλή ταχύτητα
σφυγμικού κύματος
(δείκτης ελαστικότητας αγγείων), καθώς και αυξημένη απόκριση στην
αδρανοποίηση του οξειδωτικού στρες, σε σύγκριση με τα άτομα που ποτέ δεν είχαν καταναλώσει
κρέας βούβαλου. Τα αποτελέσματα αυτά
οφείλονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κρέατός τους, το οποίο σε σχέση με
εκείνο των άλλων βοοειδών έχει λιγότερο λίπος, παρουσιάζει 40 τοις εκατό λιγότερη
χοληστερόλη, 55 τοις εκατό λιγότερες θερμίδες, 11 τοις εκατό περισσότερη
πρωτεΐνη και 10 τοις εκατό περισσότερα μεταλλικά στοιχεία.
Πρέπει εδώ να τονιστεί, ότι το κρέας του βούβαλου που
πρόκειται να διατεθεί στην αγορά, θα πρέπει να προέρχεται από νεαρά ζώα, κατά
προτίμηση ηλικίας από 18 έως 24 μηνών, δεδομένου ότι το κρέας των μεγαλύτερων
ζώων παρουσιάζει εντονότερα ινώδη χαρακτηριστικά και χαμηλότερες οργανοληπτικές
ιδιότητες.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι, λόγω των παραπάνω πλεονεκτημάτων, υπάρχει παγκοσμίως
μια ανοικτή και εγγυημένη αγορά για το κρέας του νεροβούβαλου.
ΓΑΛΑ
Το γάλα του νεροβούβαλου διαφέρει από εκείνο από κοινών
βοοειδών (B. Taurus). Η μεγαλύτερη διαφορά παρατηρείται
στη περιεκτικότητα σε λίπος. Στις αγελάδες, το γάλα περιέχει 3 έως 5% λιπαρά,
ανάλογα με τη φυλή, το είδος και την αναλογία των παρεχόμενων ζωοτροφών . Στο
γάλα του νεροβούβαλου η μέση περιεκτικότητα σε λίπος είναι συνήθως 7 με 8%. Το
λίπος του γάλακτος του νεροβούβαλου έχει υψηλότερο σημείο τήξης από εκείνο της
αγελάδας και αυτό οφείλεται στο μεγαλύτερο ποσοστό των κορεσμένων λιπαρών οξέων
(77:23, κορεσμένα:ακόρεστα). Επίσης περιέχει υψηλότερες αναλογίες βουτυρικού, παλμιτικού
και στεατικού οξέος αλλά χαμηλότερη περιεκτικότητα σε καπρονικό, καπρυλικό, καπρικό
και λαυρικό οξύ από το αγελαδινό γάλα. Η συγκέντρωση φωσφολιπιδίων και
χοληστερόλης είναι χαμηλότερη στο γάλα του νεροβούβαλου. Είναι επίσης λιγότερο
επιρρεπές σε οξειδωτικές μεταβολές. Το γάλα του νεροβούβαλου περιέχει
περισσότερη τοκοφερόλη και βιταμίνη Α σε
σχέση με το αγελαδινό γάλα.
Αν και το τυρί είναι το κύριο προϊόν του βουβαλίσιου
γάλακτος, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε ολικά στερεά και του μεγάλου
μέγεθος λιποσφαιρίων και καζεϊνικών μικκυλίων του, χρησιμοποιείται και για την παρασκευή
προϊόντων ζύμωσης (όπως το γιαούρτι) , πλούσιων σε λίπος γαλακτοκομικών προϊόντων
(όπως η κρέμα γάλακτος και το βούτυρο), αφυδατωμένων και όξινης
πήξης προϊόντων (καζεΐνη και καζεϊνικά άλατα),
παγωτών, κρέμας γάλακτος κλπ.
Το πιο γνωστό γαλακτοκομικό προϊόν
που παράγεται από γάλα νεροβούβαλου είναι η μοτσαρέλα. Η µοτσαρέλα (Mozzarella
di Bufala Campana) είναι ένα ημι-μαλακό τυρί ιταλικής προέλευσης. Παρασκευάζεται
στη νότια Ιταλία και στην αυθεντική της μορφή φτιάχνεται αποκλειστικά από γάλα
του τοπικού νεροβούβαλου, αποτελώντας τυρί Προστατευόμενης Ονομασίας
Προέλευσης. Η φρέσκια μοτσαρέλα είναι τυρί άσπρου χρώματος, αλλά ο χρωματισμός
του μπορεί να ποικίλλει εποχικά από άσπρο έως ελαφρώς κίτρινο, ανάλογα με τη
διατροφή του ζώου. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τύπους πίτσας και διάφορα πιάτα
ζυμαρικών, ή σερβίρεται με φέτες ντομάτας και βασιλικό στη γνωστή σαλάτα Caprese.
Άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα που παραδοσιακά παρασκευάζονται με γάλα βουβάλου
είναι το Domiati (γάλα που ωριμάζει στην άλμη), και παράγεται στη Αίγυπτο,
το τυρί Braila που παρασκευάζεται στη Ρουμανία, το άσπρο αλμυρό τυρί που παράγεται
στη Βουλγαρία, τον ιδιαίτερο τύπο βουτύρου ghee που παράγεται κυρίως στην νότια
Ασία κλπ. Επίσης, το βουβαλίσιο γάλα χρησιμοποιείται για την παρασκευή του
γνωστού και στην Ελλάδα γλυκίσματος «καζάν
ντιπί». Η ιστορία της μοναδικής αυτής κρέμας χάνεται στα βάθη
των αιώνων, όταν κάποιος ιμάμης έκαψε το βουβαλίσιο γάλα και για να
δικαιολογηθεί στο Σουλτάνο το αποκάλεσε καζαν
ντι πι, δηλαδή ο πάτος του καζανιού.
Γενικά, το φρέσκο βουβαλίσιο γάλα,
συνιστάται ως τροφή αδύνατων και ασθενών ανθρώπων. Βούλγαροι συγγραφείς
αναφέρουν ότι, μετά την καταστροφή του Chernobyl, διαπίστωσαν πως η ραδιενεργός
ρύπανση του γάλακτος βουβάλου ήταν χαμηλότερη από των άλλων ειδών γάλακτος και θα
ήταν δυνατό να θεωρηθεί «στρατηγικής σημασίας» τροφή του ανθρώπου σε περίπτωση
εκτεταμένων ραδιενεργών ρυπάνσεων.
Επίλογος
Απ' όσα εκτέθηκαν μέχρι τώρα είναι προφανές
ότι η εκτροφή νεροβούβαλου αποτελεί μια κτηνοτροφική δραστηριότητα με
εξαιρετικές προοπτικές για την Ελλάδα. Προϋπόθεση ώστε η ελληνική βουβαλοτροφία
να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός οργανωμένου κτηνοτροφικού κλάδου, με
σταθερή οικονομική βάση είναι η εφαρμογή ενός καλά δομημένου διαχειριστικού σχεδίου που θα
μπορούσε να περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
- τη δημιουργία νομοθετικού πλαισίου που να ενθαρρύνει τη βελτίωση των μεθόδων εκτροφής
- τη διαφύλαξη του γενετικού υλικού των βουβάλων της χώρας μας και την εφαρμογή στη πράξη σύγχρονων μεθόδων αναπαραγωγής τους
- την αύξηση της έκτασης του ζωτικού χώρου και του φυσικού περιβάλλοντος που μπορεί να επιβιώσει ο νεροβούβαλος (αρκεί να μην ξεπεραστούν οι δυνατότητες των υγροτοπικών οικοσυστημάτων)
- την εξέταση δυνατοτήτων παραγωγής νέων προϊόντων από γάλα βουβάλου με ονομασία προέλευσης
- την ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού σχετικά με τη βιολογική αξία και γευστικότητα των προϊόντων της βουβαλοτροφίας.
Πηγές
- A Review of Recent Developments in Buffalo Reproduction — A Review, H. M. Warriach, D. M. McGill, R. D. Bush, P. C. Wynn, and K. R. Chohan Asian-Australian J Anim Sci. 2015 Mar; 28(3): 451–455.
- Characteristics of production of the water buffalo and techniques used to improve their reproductive performance. J. Sci. Dev. 2010, 8 (Eng.Iss.1): 100 - 110
- The welfare of dairy buffalo – A Review, Giuseppe De Rosa, Fernando Grasso, Corrado Pacelli , Fabio Napolitano, Christoph Winckler Ital.J.anIm.ScI. vol. 8 (Suppl. 1), 103-116, 2009
- Buffalo production and research, Edited byAntonio Borghese, FAO regional office for Europe, REU technical series 67.
- Energy and Nutrient Requirements of Buffaloes, Tuba BÜLBÜL, Kocatepe Vet J (2010) 3 (2): 55-64
- Buffalo for Meat Production, Giovanni de Fanciscis, 3rd World Congress on Genetics Applied to Livestock Production.
- Development and perspective of Buffalo and Buffalo market in Europe and Near East, Antonio Borghese, General Secretary of International Buffalo Federation Animal Production Research Institute.
- Buffalo livestock and products in Europe, Antonio Borghese, Scientific Bulletin of Escorena, Volume 7 – 2013
- Buffalo nutrition and feeding, Federico Infascelli1, Raffaella Tudisco1, Corrado Pacelli2, Antonio Borghese, EUROFORMAZIONE KFT Pécs, Hungary 2012
- Dairy Products Production with Buffalo Milk, Daniela Helena Pelegrine Guimarães, Fernanda Reis de Souza Rodrigues e Silva, International Journal of Applied Science and Technology Vol. 4, No. 3; May 2014
- Estrus Detection Methods in Buffalo, — A Review, Suthar, V. S*. and Dhami, A. J., Veterinary World Vol.3(2): 94-96
- Influence of housing conditions and calving distance on blood metabolites in water buffalo cows, Fernando Grasso, Giuseppina Maria Terzano, Giuseppe De Rosa, Carmela Tripaldi, Fabio Napolitano, ITAL.J.ANIM.SCI. VOL. 3, 275-282, 2004
- The behaviour and productivity of water buffalo in different breeding systems: a review, L.A. de la Cruz-Cruz, I. Guerrero-Legarreta, R. Ramirez-Necoechea, P. Roldan-Santiago, P. Mora-Medina, R. Hernandez-Gonzalez, D. Mota-Rojas, Veterinarni Medicina, 59, 2014 (4): 181–193
- Feeding, Nutrition and Sustainability in Dairy Enterprises: The Case of Mediterranean Buffaloes (Bubalus bubalis), Emilio Sabia, Fabio Napolitano, Salvatore Claps, Ada Braghieri, Nicoletta Piazzolla, and Corrado Pacelli, The Sustainability of Agro-Food and Natural Resource Systems in the Mediterranean Basin, DOI 10.1007/978-3-319-16357-4_5
- The behaviour and welfare of buffaloes (Bubalus bubalis) in modern dairy enterprises, F. Napolitano, C. Pacelli1, F. Grasso, A. Braghieri1 and G. De Rosa, Animal (2013), 7:10, pp 1704–1713
- Συμπεριφορά κατά τη βόσκηση των βουβαλιών στην περιοχή της λίμνης Κερκίνης νομού Σερρών, ΕΛΕΝΗ ΤΣΙΟΜΠΑΝΗ, Μεταπτυχιακή διατριβή , 2013 - Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
- The behaviour and productivity of water buffalo in different breeding systems: a review, L.A. de la Cruz-Cruz, I. Guerrero-Legarreta, R. Ramirez-Necoechea, P. Roldan-Santiago, P. Mora-Medina, R. Hernandez-Gonzalez, D. Mota-Rojas, Veterinarni Medicina, 59, 2014 (4): 181–193
- http://www.greekwaterbuffalo.gr/