Τα παρακάτω γραφόμενα δεν διεκδικούν το αλάθητο και την μοναδικότητα. Η χώρα μας πραγματικά είναι ευλογημένη με τόσο ήλιο καθ' όλη την διάρκεια του έτους (ηλιακή ενέργεια+ διοξείδιο του άνθρακα, μα τόσο διοξείδιο του άνθρακα, παράγεται η περισσότερη και ποιοτικότερη φυτόμαζα), με υψηλότατο ύψος βροχοπτώσεων στην βόρειο-δυτική κυρίως Ελλάδα, με πολλές κλειστές γεωλογικές λεκάνες (κλειστά οικοσυστήματα) σε όλη την χώρα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, (εκμετάλλευση κατά περίπτωση ), με έναν θεσσαλικό κάμπο πολλά υποσχόμενο όταν ορθολογικά εκμεταλλευτεί , με πάμπολλα οροπέδια με διαφορετικά χαρακτηριστικά (βλέπε οροπέδια του Γράμμου που αξιοποιούνται από την μετακινούμενη κτηνοτροφία). Θα μπορούσαν να λεχθούν πολλά ακόμη πλεονεκτήματα της χώρας μας .
Η είσοδο μας στην ευρωπαϊκή ένωση περίπου το 1980 μας εύρισκε αυτάρκεις η σχεδόν αυτάρκεις σε πολλά αγροκτηνοτροφικά προϊόντα, με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και πολλές υποσχέσεις για μια αγροτική παραγωγή όπου πλέον θα διέθετε ευρωπαϊκό διαβατήριο και θα κατέκλυζε την τότε Ε.Ο.Κ.. Η ενδεχόμενη ¨ έξοδος¨ μας βρίσκει να εισάγουμε αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα περίπου 6,5 δις ευρώ!!! (μεταξύ αυτών πατάτες , σκόρδα, κρεμμύδια , περίπου το 80% σε βόειο κρέας!!! Λάδι!!! ,τρίτη χωρά παραγωγής στην Ε.Ε., και αλλά πολλά ) . Οι πολιτικοί μας ας ρωτηθούν τι ακριβώς συνέβη και δεν φάγαμε με χρυσά κουτάλια όπως ευαγγελίζονταν , με την είσοδο μας στην ΕΟΚ (ενθυμήστε και εκείνο το ασύλληπτο είσαι στην ΕΟΚ μάθε για την ΕΟΚ) και βρεθήκαμε με έναν αποσαθρωμένο , στρεβλό , αντιπαραγωγικό, πρωτογενή τομέα.
Όσον αφορά το δικό μου πεδίο της κτηνοτροφίας ,ζωοτέχνης γαρ, η κατάσταση δεν είναι ευχάριστη , παραθέτω στοιχεία που ελάχιστα απέχουν από την πραγματικότητα.
Αναφέρω λοιπόν,
χοίρειο κρέας: η εγχώρια παραγωγή καλύπτει μόνο το 30 % της ζήτησης
βόειο κρέας: κάλυψη μόνο του 20 % της ζήτησης (εισαγωγές κρέατος αλλά και ζώντων ζώων διαφόρων ηλικιών προς πάχυνση και «βάπτισή» τους ελληνικών, υπάρχουν κάποιες ασφαλιστικές δικλίδες για την ελληνοποίηση τους που μόνο τέτοιες δεν είναι, έτσι ο Έλληνας πολίτης καταναλώνει κρέας από την Κοζάνη αλλά είναι από την Λοζάννη!)
κρέας πουλερικών: (κοτόπουλο) σχεδόν αυτάρκης (λειτουργούν πράγματι πρότυπες καθετοποιημένες μονάδες παράγοντας υψηλής ποιότητας και ασφάλειας κοτόπουλα, βλέπε Αγροτικός Πτηνοτροφικός Συν/σμος Ιωαννίνων Πίνδος , έλα όμως που οι περισσότερες συνεταιριστικές και μη είναι αρκετά έως πολύ χρεωμένες τυχαίο ; )
γάλα αγελαδινό: ετήσια κατανάλωση 1.000.0000 τόνοι εγχώρια παραγωγή 672.000 τόνοι, στοιχειά ΕΛ.Ο.ΓΑ.Κ,( Ελληνικός Οργανισμός Γάλακτος& Κρέατος) για το έτος 2010 .Αρχές δεκαετίας 2000 περίπου 12.402 εκμεταλλεύσεις παράγωγης αγελαδινού γάλακτος τέλος δεκαετίας περίπου 4.252, στοιχεία ΕΛ.Ο.ΓΑ.Κ, τέλεια καταβαράθρωση παραγωγής
γάλα πρόβειο: οδηγείται κατά κύριο λόγο στην παραγωγή φέτας, ετήσια κατανάλωση φέτας 150.000 τόνοι, από τους οποίους οι 91.698 στοιχειά ΕΛ.Ο.ΓΑ.Κ 2008 είναι η εγχώρια παραγωγή η υπόλοιπη ποσότητα παράγετε είτε με εισαγωγής γάλα είτε με την εισαγωγή λευκού τυριού (τύπου φέτας) όπου κατά κύριο λόγο καταναλώνεται σε χώρους εστίασης.
Η εξαγωγική δραστηριότητα θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερη μιας και μιλάμε για προϊόν ονομασίας προέλευσης παγκοσμίως γνωστό όπου θα μπορούσε να γίνει για την χώρα μας ο λευκός διατροφικός χρυσός. Η ΔΩΔΩΝΗ , συνεταιριστική γαλακτοβιομηχανία της ηπείρου με μια βάση 8.000 παραγωγών πανηπειρωτικά με την μεγαλύτερη εξαγωγική δραστηριότητα, σχεδόν το 90 % της εξαγώγιμης φέτας ετοιμάζετε να πουληθεί στα παζάρια του νεοφιλελευθερισμού με την άοκνη προσπάθεια της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (κατέχει το 67% ενάντια στο καταστατικό λειτουργίας). Παρ όλες τις προσπάθειες των εγκάθετων διοικητών της ΑΤΕ, να απαξιώσουν την βιομηχανία, εδώ και χρόνια η εταιρία παραμένει κερδοφόρα . Η είσοδο μας στην ευρωπαϊκή ένωση περίπου το 1980 μας εύρισκε αυτάρκεις η σχεδόν αυτάρκεις σε πολλά αγροκτηνοτροφικά προϊόντα, με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και πολλές υποσχέσεις για μια αγροτική παραγωγή όπου πλέον θα διέθετε ευρωπαϊκό διαβατήριο και θα κατέκλυζε την τότε Ε.Ο.Κ.. Η ενδεχόμενη ¨ έξοδος¨ μας βρίσκει να εισάγουμε αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα περίπου 6,5 δις ευρώ!!! (μεταξύ αυτών πατάτες , σκόρδα, κρεμμύδια , περίπου το 80% σε βόειο κρέας!!! Λάδι!!! ,τρίτη χωρά παραγωγής στην Ε.Ε., και αλλά πολλά ) . Οι πολιτικοί μας ας ρωτηθούν τι ακριβώς συνέβη και δεν φάγαμε με χρυσά κουτάλια όπως ευαγγελίζονταν , με την είσοδο μας στην ΕΟΚ (ενθυμήστε και εκείνο το ασύλληπτο είσαι στην ΕΟΚ μάθε για την ΕΟΚ) και βρεθήκαμε με έναν αποσαθρωμένο , στρεβλό , αντιπαραγωγικό, πρωτογενή τομέα.
Όσον αφορά το δικό μου πεδίο της κτηνοτροφίας ,ζωοτέχνης γαρ, η κατάσταση δεν είναι ευχάριστη , παραθέτω στοιχεία που ελάχιστα απέχουν από την πραγματικότητα.
Αναφέρω λοιπόν,
χοίρειο κρέας: η εγχώρια παραγωγή καλύπτει μόνο το 30 % της ζήτησης
βόειο κρέας: κάλυψη μόνο του 20 % της ζήτησης (εισαγωγές κρέατος αλλά και ζώντων ζώων διαφόρων ηλικιών προς πάχυνση και «βάπτισή» τους ελληνικών, υπάρχουν κάποιες ασφαλιστικές δικλίδες για την ελληνοποίηση τους που μόνο τέτοιες δεν είναι, έτσι ο Έλληνας πολίτης καταναλώνει κρέας από την Κοζάνη αλλά είναι από την Λοζάννη!)
κρέας πουλερικών: (κοτόπουλο) σχεδόν αυτάρκης (λειτουργούν πράγματι πρότυπες καθετοποιημένες μονάδες παράγοντας υψηλής ποιότητας και ασφάλειας κοτόπουλα, βλέπε Αγροτικός Πτηνοτροφικός Συν/σμος Ιωαννίνων Πίνδος , έλα όμως που οι περισσότερες συνεταιριστικές και μη είναι αρκετά έως πολύ χρεωμένες τυχαίο ; )
γάλα αγελαδινό: ετήσια κατανάλωση 1.000.0000 τόνοι εγχώρια παραγωγή 672.000 τόνοι, στοιχειά ΕΛ.Ο.ΓΑ.Κ,( Ελληνικός Οργανισμός Γάλακτος& Κρέατος) για το έτος 2010 .Αρχές δεκαετίας 2000 περίπου 12.402 εκμεταλλεύσεις παράγωγης αγελαδινού γάλακτος τέλος δεκαετίας περίπου 4.252, στοιχεία ΕΛ.Ο.ΓΑ.Κ, τέλεια καταβαράθρωση παραγωγής
γάλα πρόβειο: οδηγείται κατά κύριο λόγο στην παραγωγή φέτας, ετήσια κατανάλωση φέτας 150.000 τόνοι, από τους οποίους οι 91.698 στοιχειά ΕΛ.Ο.ΓΑ.Κ 2008 είναι η εγχώρια παραγωγή η υπόλοιπη ποσότητα παράγετε είτε με εισαγωγής γάλα είτε με την εισαγωγή λευκού τυριού (τύπου φέτας) όπου κατά κύριο λόγο καταναλώνεται σε χώρους εστίασης.
Θα μπορούσαμε να δούμε την πορεία και άλλων προϊόντων που λίγο έως πολύ έρχονται να επιβεβαιώσουν την κακή εικόνα της αγροκτηνοτροφικής παράγωγης αλλά δεν είναι της παρούσης.
(Η χώρα μας όσον αφορά τον τρόπο ανάπτυξης από την δεκαετία του πενήντα και μετά, στηρίχτηκε σε μοντέλα πέραν του ατλαντικού με μικρούς κατά κύριο λόγο κλήρους, εφαρμόσαμε τεχνικές μεγάλης έντασης παραγωγής με ότι αυτό συνεπάγεται. Φτάσαμε στο ανεπανάληπτο στην δεκαετία του ογδόντα, δεν γνωρίζω σήμερα τι γίνετε ,να έχουμε περίπου τον ίδιο αριθμό ελκυστήρων (τρακτέρ) με τις ΗΠΑ) .
Η διατροφή των αγροτικών ζώων, συμμετέχει στο συνολικό κόστος παραγωγής από 60-80% ανάλογα με την κτηνοτροφική εκμετάλλευση. Βλέπουμε ότι είναι σημαντικό για μια χώρα η αγροτική της παραγωγή να καλύπτει αν όχι όλο, τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος των ζωοτροφών που έχει ανάγκη.
Έτσι εάν εστιάσουμε ένα μέρος της φυτικής παραγωγής στην κάλυψη των διατροφικών αναγκών π.χ. της αιγοπροβατοτροφίας για την παραγωγή γάλακτος που θα μεταποιηθεί σε φέτα, βλέπουμε ότι η τελική προστιθεμένη αξία από την τις πωλήσεις της φέτας στην εγχώρια αγορά αλλά και τις αγορές του εξωτερικού , μιας και μιλάμε για προϊόν ποπ, όχι μόνο θα είναι μεγάλη αλλά και θα καλύπτει τις ανάγκες και των αγροτών και των κτηνοτρόφων που θα λειτουργούν σε ένα καθετοποιημένο σύστημα παράγωγης . Εδώ μπορούμε να δούμε καθετοποιημένα μοντέλα συνεργασίας φυτικής –ζωικής παραγωγής τόσο σε «μεγάλης έντασης» μονάδες (μεγάλες αγελαδοτροφικές μονάδες-πτηνοτροφικοί συν/σμοι) όσο και σε ιδιαίτερα τοπικά προϊόντα, σε κλειστά οικοσυστήματα (επιτυχημένο παράδειγμα για σχεδόν όλη την χώρα το πιστοποιημένο αρνάκι Ελασσόνας, όπου η τιμή πώλησης είναι πολλαπλάσια ενός συμβατικά εκτρεφόμενου αρνιού). Αξίζει να σημειωθεί ότι η χώρα μας με 5.000.000 αίγες δεν έχει ούτε ένα πιστοποιημένο προϊόν σε τυριά η κρέας ενώ η Ισπανία έχει περίπου 20 προϊόντα ποπ κυρίως γίδινων τυριών με μόλις 500.000 αίγες.
Για να δούμε το μέγεθος των εισαγωγών σε ζωοτροφές ας εξετάσουμε ένα μόνο αλλά σημαντικό πρωτεϊνούχο υποπροϊόν ελαιουργίας το γνωστό σογιάλευρο το οποίο θεωρείται απαραίτητο, (προσωπικά διαφωνώ κάθετα , από την συμβατική και καθεστηκυία αντίληψη όσον αφορά την διατροφική του αξία για τα αγροτικά ζώα) αναφέρω το εξής: χρειαζόμαστε 700 τόνους ημερήσια σογιάλευρου επί 365 ημέρες επί 0,35€/κιλο για την παραγωγή στο σύνολο του βιομηχανικά εκτρεφόμενου κοτόπουλου στην χώρα μας. Τουτέστιν 90.000.000 € περίπου και μόνο για την κρεοπαραγωγό πτηνοτροφία. Φανταστείτε ότι έχουμε την αυγοπαραγωγική πτηνοτροφία, χοιροτροφία, αγελαδοτροφία (παράγωγη γάλακτος , πάχυνση μόσχων),αιγοπροβατοτροφία , οικόσιτη κτηνοτροφία. Τα νούμερα είναι ιλιγγιώδη όσον αφορά τις εισαγωγές ζωοτροφών σε ποσότητες αλλά περισσότερο σε € . Βεβαία θα πείτε γιατί δεν παράγουμε και εμείς σόγια. Έχουν γίνει παλαιότερα δοκιμαστικές καλλιέργειες σόγιας, αρχές της δεκαετίας του ’90 στην χώρα μας όπου έδωσαν εξαιρετικά αποτελέσματα τόσο σε ποιοτικά χαρακτηριστικά (ολική πρωτεΐνη, προφίλ αμινοξέων κλπ) όσο και σε στρεμματικές αποδόσεις ,είπαμε τόσος ήλιος, συγκρινόμενα βέβαια με τις χώρες που καλλιεργούσαν παραδοσιακά σόγια. Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο, η καλλιέργεια σόγιας απαιτεί πρώτιστα τον σπόρο .Ο σπόρος (γενετικά τροποποιημένος) παράγετε από γνωστές εταιρίες ως κατοχυρωμένη γενετική πατέντα ,υποκλέπτουν και την φύση οι αθεόφοβοι , με αποτέλεσμα να χρειάζεται την άδεια από την μητρική εταιρία, φανταστείτε τα υπόλοιπα μόνος σας. Εναλλακτική λύση υπάρχει είτε αντικαθιστώντας την σόγια με άλλο κτηνοτροφικό φυτό βλέπε κτηνοτροφικό μπιζέλι (υπάρχουν πειραματικές μελέτες με εξαιρετικά αποτελέσματα) είτε αλλάζοντας τελείως το μοντέλο διατροφής κυρίως στα μηρυκαστικά (αγελάδες , αιγοπρόβατα).
Προσπάθησα να δείξω αποσπασματικά κάποιες πτυχές της αγροκτηνοτροφικής παραγωγής.
Γνώμη μου, η χώρα μας έχει τεράστιες δυνατότητες (θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο εργαστήρι παραγωγής λειτουργικών τροφίμων) όσον αφορά την παραγωγή αγροτικών προϊόντων όπου θα καλύπτουν τις ανάγκες του λαού μας και θα εξάγονται σε όλες τις γωνιές του πλανήτη. Να μια καλή βάση ανάταξης συνολικά της οικονομίας μας.