Προσυπογράφοντας την ανάρτηση με θέμα "Περί ΤΕΙ ο λόγος", θα ήθελα να επισημάνω ότι, στη σύγχρονη κοινωνία, η όποια διάκριση μεταξύ αποφοίτων ΑΕΙ-ΤΕΙ και γενικότερα η αναγκαιότητα διάκρισης μεταξύ της τεχνολογικής (κατά τον νομοθέτη) και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης φαίνεται περισσότερο στρεβλή και αναχρονιστική τόσο στο πεδίο της επιστημονικής έρευνας - που χαρακτηρίζεται από μια παγκοσμιοποιημένη και απελευθερωμένη από κρατικούς δεσμούς παροχή επιστημονική μόρφωσης για απόκτηση μεταπτυχιακής εξειδίκευσης και διδακτορικών διπλωμάτων - όσο και στο χώρο της οικονομίας και της επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων.
Μία μικρή ιστορική αναδρομή θα διευκολύνει την ουσία του πρώτου σκέλους της παραπάνω διαπίστωσης και θα αποδείξει του λόγου το αληθές. Οι απόφοιτοι ΤΕΙ μέχρι και το 1993 ήταν αποκλεισμένοι από την περαιτέρω εξειδίκευση σε μεταπτυχιακό επίπεδο στην Ελλάδα από τα, ούτως ή άλλως, ελάχιστα μεταπτυχιακά τμήματα που υπήρχαν τότε στα ελληνικά πανεπιστήμια. Εκείνοι δε, οι απόφοιτοι ΤΕΙ που επέλεγαν να ξενιτευτούν για την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου αντιμετώπιζαν την χαρακτηριστική ελληνική παθογένεια ενός συστήματος που τελεί υπό αντίφαση, δηλαδή την μη αναγνώρισή τους από το ελληνικό κράτος (ΔΙΚΑΤΣΑ) τη στιγμή που το ίδιο το ελληνικό κράτος (μέσω ΙΚΥ) παρείχε άφθονες υποτροφίες για απόφοιτους ΤΕΙ. Από την άρση της προφανής αυτής στρέβλωσης, το 1993 με την αναγνώριση των μεταπτυχιακών τίτλων αποφοίτων ΤΕΙ από το ΔΙΚΑΤΣΑ, φτάσαμε στο σήμερα, όπου απόφοιτοι ΤΕΙ γίνονται δεκτοί σε ελληνικά ΑΕΙ για απόκτηση μεταπτυχιακών τίτλων, ακόμα και Διδακτορικών διπλωμάτων, πολλά ΤΕΙ συμμετέχουν σε διατμηματικά μεταπτυχιακά ενώ αποτελεί πραγματικότητα η απόφοιτοι ΤΕΙ με τα κατάλληλα προσόντα να είναι μέλη ΔΕΠ ή συμβασιούχοι (407/86) σε τμήματα ΑΕΙ τόσο ελληνικά όσο και ξένα (να σημειώσω εδώ ότι ο νόμος περί πρόσληψης μελών ΔΕΠ δεν θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ το πτυχίο ΑΕΙ ως βασικό τίτλο σπουδών), ενώ ο αριθμός αποφοίτων με μεταπτυχιακούς τίτλους και διδακτορικά είναι μεγάλος και διαρκώς αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο ακολουθώντας τις τάσεις των αντιστοίχων αποφοίτων ΑΕΙ. Αυτό που θέλω να καταδείξω με το παραπάνω είναι η διαπίστωση ότι, στο επιστημονικό πεδίο διαφαίνεται η σύγκληση και καταστρατήγηση των διαχωριστικών μεταξύ των «ανώτερων» αποφοίτων ΑΕΙ από τους «κατώτερους» αποφοίτους ΤΕΙ. Το ίδιο διαπιστώνεται και στον ιδιωτικό τομέα που λειτουργώντας με τα κριτήρια ανταγωνιστικότητας και επιχειρηματικότητας ξεπερνά ανεπιστρεπτί τις παραπάνω διακρίσεις αναζητώντας επιστημονικό προσωπικό με την κατάλληλη εξειδίκευση.
Η επερχόμενη ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων καθώς και παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα, ουσιαστικά απαξιώνει παραπάνω τον ρόλο και την ουσία των ΤΕΙ, οδηγώντας τους ολοένα λιγότερους επιτυχόντες τους (οι οποίοι ουσιαστικά είναι φοιτητές πους είχαν ως πρώτη επιλογή τους τα ελληνικά ΑΕΙ) να στραφούν στην πανεπιστημιακή ιδιωτική εκπαίδευση, τουλάχιστον για τις ειδικότητες εκείνες που τους δίνεται η ευκαιρία.
Η παραπάνω διάκριση ωστόσο, ζει και βασιλεύει στην ελληνική δημόσια διοίκηση, η οποία αναμφισβήτητα αποτελεί ευσεβή στόχο επαγγελματικής αποκατάστασης για αξιοσέβαστο αριθμό αποφοίτων (για να μην αναφέρω την συντριπτική πλειοψηφία τους). Στην ουσία όμως η παραπάνω διάκριση δυσχεραίνει περισσότερο την ήδη γραφειοκρατούμενη δημόσια διοίκηση περιθωριοποιώντας τους υπαλλήλους αποφοίτους ΤΕΙ (ιδιαίτερα τεχνολόγων γεωπόνων και δασοπόνων ακόμα και αυτών με μεταπτυχιακές εξειδικεύσεις) στην ενασχόληση με λιγότερο «επιστημονικά» καθήκοντα σε σύγκριση με αυτά των πανεπιστημιακής εκπαίδευσης συναδέλφων τους συμβάλλοντας έτσι στην ήδη προβληματική διεκπεραίωση συσσωρευμένων υποθέσεων. Δεν τρέφω αυταπάτες απαιτώντας από την ελληνική δημόσια διοίκηση εκσυγχρονισμό προς αυτή την κατεύθυνση. Άλλωστε η διάκριση υπαλλήλων πανεπιστημιακής και τεχνολογικής κατεύθυνσης αποτελεί και άλλοθι για την πολιτεία στην προσπάθεια να υποστηρίξει την αναγκαιότητα ύπαρξης των δύο πυλώνων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Δυστυχώς όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν μια ελληνική πολιτεία που στο εκσυγχρονιστικό όραμά της για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως προωθείται από το Υπ. Παιδείας με τους τελευταίους νόμους, αγνοεί επιδεικτικά τις σύγχρονες τάσεις και την διαμορφούμενη πραγματικότητα, αποδεικνύοντας τοιουτοτρόπως προς κάθε κατεύθυνση, την αδυναμία της να χαράξει μακροπρόθεσμη εκπαιδευτική πολιτική ουσίας. Μια τέτοια πολιτική στόχευση, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να περιλαμβάνει μια ενιαία τριτοβάθμια ανώτατη εκπαίδευση. Για να γίνει μια τέτοια σύγκλιση θα πρέπει η πολιτική της ενιαίας τριτοβάθμιας ανώτατης εκπαίδευσης να απεμπλακεί αφενός, από τον συντεχνιακό εγκλωβισμό των διαφόρων καστών που συντηρούν μια διακριτή και ιεραρχικά δομημένη ανώτατη εκπαίδευση για την διασφάλιση των κεκτημένων τους (διάβαζε ΤΕΕ) και αφετέρου, από την διασύνδεσή της με την μικροπολιτική σκοπιμότητα όπου θυσιάζει την βιωσιμότητα και επιστημονική σκοπιμότητα τμημάτων στο βωμό μιας ψηφοθηρικής περιφερειακής ανάπτυξης.
Οι ευθύνες της πολιτείας στα παραπάνω είναι μεγάλες και αποκλειστικές. Από την ίδρυση των πρώτων ΚΑΤΕΕ και τον οραματισμό που τα συνόδευε (λογικός για τις ανάγκες της εποχής) στο σήμερα όπου επιδείχνει χαρακτηριστική ατολμία, και υιοθετεί μεσοβέζικες λύσεις για να διατηρήσει το σημερινό status-quo σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει όλες τις πλευρές επιχειραματολογώντας με τρόπο μοναδικό και γλαφυρό για την αναγκαιότητα ύπαρξης τέτοιων σχολών στην Ελλάδα, τη στιγμή που έχουν ξεπεραστεί από όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες με ισχυρή σύγχρονη παιδεία, αλλά σιγά σιγά και από την ίδια την ελληνική πραγματικότητα.
Το δια ταύτα απαιτεί μια ριζική αναδιάρθρωση όλων των τεχνολογικών σχολών στην κατεύθυνση που αναφέρθηκε σε προηγούμενη ανάρτηση του blog (κατάργηση επικαλυπτόμενων ειδικοτήτων, προσαρμογή σε νέες ειδικότητες κλπ). Εκτιμώ ότι η επιλογή αυτή αποτελεί μονόδρομο και απαιτεί συγκρούσεις. Αλλιώς θα συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με το «φαίνεσθε», δηλαδή την διατήρηση ύπαρξης τμημάτων ολιγομελών, κατακτώντας ενδεχομένως μία μοναδική πρωτιά για τα τμήματα αυτά όσον αφορά την αναλογία διδασκόντων προς φοιτητές, παρά με το «είσαι» που θα διασφαλίζει την ποιότητα σπουδών.
Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου
Δρ Τεχνολόγος Δασοπονίας